Κουδουνίσματα: «Το τελευταίο κουδούνισμα»

84 14 10
                                    

7

Τρεις μέρες μετά, την Πέμπτη, άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς. Ο άνεμος λυσσομανούσε και σφύριζε σαν πονεμένο τέρας μέσα από τα κλαδιά που πλαισίωναν το σπίτι.
Εκείνη τη στιγμή, η Σου έστελνε μερικές αλληλογραφίες εδώ κι εκεί, με ελάχιστη ή καμιά απόκριση. Το μυαλό της πήγε σε αυτό που συνέβη την Παρασκευή, στην μέρα που ξήλωσε το κουδούνι. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είχε συμβεί να χτυπήσει από μόνο του. Αλλά το πιο περίεργο ήταν, γιατί δεν είχε ξαναεμφανιστεί το αγόρι από τότε;
    Σκέφτηκε την Ρόουζ τώρα, ότι μπορεί να της χτυπούσε από στιγμή σε στιγμή, και ειλικρινά ευχόταν, όσο κι αν την στεναχωρούσε, να μην συνέβαινε. Να μην άκουγε ούτε την πόρτα αλλά ούτε και το κουδούνι. Ειδικά το τελευταίο...
    Ωστόσο, δεν εμφανίστηκε ποτέ εκείνη την νύχτα. Αυτό ανησύχησε κάπως την Σου γιατί φανταζόταν την φίλη της στα σκοτάδια, δίχως ρεύμα.
    Τελικά σηκώθηκε και τηλεφώνησε στην Ρόουζ. Κανένας όμως δεν το σήκωσε. Δοκίμασε άλλη μια φορά, αλλά και πάλι τίποτα. Θα κοιμάται, σκέφτηκε. Αυτός ο καιρός είναι ό,τι καλύτερο για έναν καλό υπνάκο.
    Μόλις έφτιαξε να φάει για βράδυ, έπεσε να κοιμηθεί. Όταν κατάφερε να την πάρει ο ύπνος, οι εικόνες μπροστά στα κλειστά της βλέφαρα άρχισαν να αλλάζουν, να γίνονται σύμβολα ονειρικά, και ύστερα να μεταβάλλονται σε πινακίδες που δεν μπορούσε να αποφύγει. Ο εφιάλτης την είχε ρουφήξει μέσα στον ονειρικό κόσμο όπως το φίδι αρπάζει τον λαγό μέσα στην τρύπα.
    Ήταν μπροστά από το σπίτι της και περπατούσε στο πλακόστρωτο μονοπάτι ανάμεσα στην πρασιά, μόνο που τώρα η πρασιά ήταν περιποιημένη, σαν ένα φρέσκο κούρεμα. Προτού μπει στο σπίτι, παρατήρησε πως το κάλυμμα του κουδουνιού ήταν στη θέση του, και ότι έγραφε ένα όνομα πάνω, όχι το δικό της: Μπέικερ.
    Μπήκε μέσα και με το που το πόδι της πάτησε στο πέλος του χαλιού (ένα χαλί διαφορετικό από αυτό που υπήρχε κανονικά στο σπίτι της) τινάχτηκε πάνω. Ένα αγόρι έτρεχε πάνω στην ξύλινη σκαλωσιά στα δεξιά της. Για μια στιγμή πρόλαβε να διακρίνει ένα πρόσωπο: το αγόρι αυτό ήταν το αγόρι που της χτυπούσε το κουδούνι.
    Και τότε, ένας δυνατός γδούπος την έκανε να κολλήσει στον πιο κοντινό τοίχο δίπλα της. Μια γυναίκα είχε εμφανιστεί από το πουθενά κυνηγώντας το αγόρι στην ίδια σκαλωσιά.
    Η Σούζαν ανέβηκε τα σκαλιά ένα-ένα. Κάπου από κει πάνω ακούστηκαν κι άλλοι γδούποι, ενώ ένα δευτερόλεπτο αργότερα από τους γδούπους ακολούθησαν ποδοβολητά. Αμέσως ένα ουρλιαχτό έκανε το αίμα της να παγώσει. Μόλις βρέθηκε στο κεφαλόσκαλο, πρόβαλλε το κεφάλι από την προέκταση του τοίχου, στο μοναδικό δωμάτιο που υπήρχε στον διάδρομο του πατώματος. Ήταν το υπνοδωμάτιό της, αυτό που είχε αφήσει πίσω προτού εισέλθει στο όνειρο. Είδε τον εαυτό της να κοιμάται στο κρεβάτι και πάνω από το κεφάλι της να στέκεται το αγόρι και να την κοιτάζει. Η γυναίκα που το κυνηγούσε προηγουμένως δεν ήταν πουθενά.
    Ύστερα, η Σου άκουσε τριξίματα στην σκαλωσιά.
    Βήματα. Κάποιος. Εκείνη την στιγμή. Ερχόταν.
    Η Σούζαν παραμέρισε και χώθηκε στα σκοτάδια.
    Είδε την γυναίκα να μπαίνει στο υπνοδωμάτιο. Ένα δεύτερο ουρλιαχτό ακολούθησε. Παιδικό.
Κοίταξε. Η μητέρα είχε αρπάξει το παιδί από τον δεξί καρπό. Το τράνταζε πέρα δώθε, σαν μην μπορούσε να αποφασίσει αν ήθελε το αγόρι σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο, του έριχνε χαστούκια, του τραβούσε τα μαλλιά. Οπότε, το σήκωσε στα χέρια της. Και το πέταξε από το ανοιχτό παράθυρο.
    Ένα βογκητό ξέφυγε από το στόμα της Σου και αμέσως σφράγισε μια τσιρίδα μέσα στο στόμα της. Δεν έπρεπε να τσιρίξει. Ξύπνα, σκέφτηκε, σε παρακαλώ, ξύπνα!
Η γυναίκα στεκόταν κοντά στο ανοιχτό παράθυρο. Δεν κουνιόταν καθόλου. Μια σκέψη, που δεν προερχόταν καθόλου από το μυαλό της Σου, έλεγε: Δώσε μου ένα σπρώξιμο. Αν δεν το κάνεις, δεν θα ξυπνήσεις...
    Αλλά η Σου δεν το έκανε. Δεν βγήκε από τα σκοτάδια.
    ...αν δεν το κάνεις, δεν πρόκειται ννν...
    ...τριιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιν!

    Το ξυπνητήρι. Όχι. Θεέ μου. Είναι το κουδούνι!
    Ξύπνησε. Από το παράθυρο φαινόταν ένας μαυρισμένος ουρανός.
    Ντριιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιν!
    Ντουγκ, ντουγκ, ντουγκ!
    Σούζαν. Μην. Ανοίξεις.
    Τα χέρια της κιόλας έτρεμαν.
    Ντουγκ, ντουγκ, ντουγκ!
    Ντουγκ, ντουγκ,
ΝΤΟΥΓΚ!
    Ίσως είναι η Ρόουζ. Ναι. Η Ρόουζ είναι.
    Τώρα που είχε αρχίσει να συνέρχεται από τον ύπνο, δεν μπορούσε να μην νομίζει πως δεν είναι η Ρόουζ.
    «Έρχομαι!» φώναξε, φορώντας τις παντόφλες της.
    Σύρθηκε κατεβαίνοντας νωχελικά την ξύλινη σκαλωσιά.
    Προσπέρασε το χολ και άνοιξε την πόρτα.
    Ήταν όντως η Ρόουζ.
    «Με τρόμαξες», είπε η Σου. «Γιατί δεν με πήρες πρώτα—»
    Η Ρόουζ έπεσε στον ώμο της Σου, την έσπρωξε. Ήταν όπως όταν καμιά φορά πέφτουμε πάνω σε κάποιον περαστικό όταν βαδίζουμε βιαστικά στο δρόμο.
    Τρέκλιζε. Τα βήματά της σέρνονταν.
    «Ρόουζ, ήρθες πάλι μεθυσμένη;»
    Καμιά απάντηση.
    Η Ρόουζ προχώρησε στην σκαλωσιά. Τώρα ανέβαινε τις σκάλες.
    Τουπ... τουπ...
    Τουπ-τουπ...
τρέκλισμα.
    Τουπ... τουπ...
    Η Σου την ακολούθησε, με συνείδηση σαν ένα κολλώδες μείγμα που μπέρδευε τις σκέψεις.
    Η Ρόουζ έστριψε στον διάδρομο, σκουντουφλώντας πάνω στον τοίχο, και αμέσως μπήκε στο υπνοδωμάτιο, τρεκλίζοντας ακόμα μεθυσμένα. Παραμέρισε το κρεβάτι και στάθηκε μπροστά από το παράθυρο. Κατέβασε την πετούγια και το άνοιξε.
    Εκείνη την στιγμή, τα μάτια της Σου άρχισαν να μεγαλώνουν. Ήταν τόσο κοντά της αλλά ταυτόχρονα τόσο μακριά της.
    Ένας δυνατός και τρανταχτός θόρυβος, σαν σάκος με βαριά μεταλλικά εξαρτήματα να πέφτει από ψηλά, αντήχησε από τα παράθυρα του σπιτιού όταν η Ρόουζ βούτηξε στο κενό και προσγειώθηκε στην μεταλλική λαμαρίνα.
    «Να σας φέρω λίγο νερό;» ρώτησε ο αστυνόμος την Σου όταν κατέφθασαν. Αυτή την φορά ήρθαν εγκαίρως, αν μπορούσε κανείς να πει πως το 'εγκαίρως' ήταν αρκετό για να προλάβεις μια αυτοκτονία.
    «Όχι», είπε, ρουφώντας την μύτη της.
    «Μπορείτε να μου περιγράψετε τι έγινε;»
    Ένας άλλος αστυνόμος επενέβη. «Μην την κουράζεις». Ήταν ο αστυνόμος που είχε έρθει το απόγευμα εκείνης της Παρασκευής. Κάθισε δίπλα της. «Πώς είσαι;» την ρώτησε, λες και έκανε κάτι διαφορετικό από τους άλλους.
    «Η μούρη μου το λέει καλύτερα».
    Ο αστυνόμος τα παράτησε κιόλας. Μάλλον δεν χρειαζόταν εισαγωγή γι' αυτό που ήθελε να της πει. Θεώρησε πως η Σου ήταν έτοιμη για να μπουν στο ψητό. «Έχω να σου πω κάτι. Θέλεις ή δεν θέλεις να το ακούσεις, καλό είναι να στο πω».
    «Δεν υπάρχει κάτι που θα με κάνει να αισθανθώ χειρότερα».
    «Το ήξερες ότι η φίλη σου είχε κατάθλιψη;»
    «Τι πράγμα...»
    «Και πολύ βαριά μάλιστα».
    «Μα... ήταν πάντα τόσο χαρούμενος άνθρωπος».
    «Έτσι δείχνει αυτό», είπε. Έγλειψε τα χείλη του. «Είχε και ένα παιδί κάποτε».
    Η Σου τον κοίταξε σοβαρή και φοβισμένη. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα, πρησμένα. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, σαν να έλεγε: Ονειρεύομαι ακόμα... 
    
«Βρήκα μερικά πράγματα που δεν μ' άρεσαν. Για την ακρίβεια, με έκαναν να νιώσω αρρωστημένα. Η Ρόουζ ήταν άνεργη και δεν μπορούσε να βρει δουλειά. Το χειρότερο; Είχε ένα παιδί να μεγαλώσει. Ένα αγόρι με νοητικό σύνδρομο. Ο άντρας της εξαφανισμένος, αυτή μόνη με το μικρό αγόρι. Σκέτη τρέλα, δηλαδή. Συνήθιζε να σβήνει τσιγάρα στο κορμί του, ειδικά στην γλώσσα του. Να το χτυπάει επανειλημμένα. Σε μια φάση το παιδί έπαθε τέτοιο σοκ που μουγγάθηκε. Το έκλεινε έξω από το σπίτι, όταν την έπιαναν κρίσεις τα έκανε κάτι τέτοια, και το αγόρι χτυπούσε το κουδούνι μανιασμένα. Είχαν δεχτεί πολλά παράπονα και τηλεφωνήματα από τους γείτονες. Η κατάσταση παρέμενε όμως ίδια. Μια νύχτα, σε μια τελευταία κρίση της μητέρας, η οποία τότε είχε το επίθετο του άντρα της, Μπέικερ, πήρε το αγόρι και το έριξε από το δεύτερο όροφο. Όπως φαίνεται, η Ρόουζ ακολούθησε την ίδια μοίρα λόγω των ενοχών της, υποθέτω. Μιας και μιλάμε τώρα γι' αυτό. Είδα ότι το κουδούνι είναι πίσω στην θέση του. Λογικά πρέπει να σε άφησε ήσυχη εκείνο το―»
    Άξαφνα όλων τα κεφάλια στράφηκαν προς την εξώπορτα, όπου το κουδούνι χτυπούσε μόνο του, παρατεταμένα, χωρίς να στέκεται κάποιος στο κατώφλι της ανοιχτής πόρτας.
    Η Σούζαν τινάχτηκε πάνω ουρλιάζοντας σαν υστερική, περνώντας τα δάχτυλα ανάμεσα στις μπούκλες της, κλαίγοντας σαν τους τρελούς που βλέπουν φαντάσματα. «ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΑΛΛΟ, ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΠΑΡΤΕ ΜΕ ΑΠΟ ΔΩ ΜΕΣΑ, ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΟ ΠΑΡΤΕ ΜΕΕΕ!»
    Δυο καρέκλες έπεσαν κάτω. Ένα ποτήρι έπεσε και έσπασε. Νερά χύθηκαν στο πάτωμα της κουζίνας. Οι αστυνομικοί κοιτιούνταν απορημένοι μεταξύ τους. Και το κουδούνι:

Ιστορίες τρόμουDonde viven las historias. Descúbrelo ahora