Εκεί όπου τα άστρα σβήνουν

94 12 48
                                    

Η κούραση απλώθηκε σε όλο της το κορμί τυλίγοντας την σαν άλλος μαυροφορεμένος μανδύας από τα δεσμά του οποίου δεν είχε καταφέρει ποτέ της να ξεφύγει. Όσο και αν πάλευε να σβήσει τις αναμνήσεις από μέσα της , να πιστέψει στο θαύμα των Χριστουγέννων όπως όλοι γύρω της τόνιζαν επανειλημμένα εκείνη έβλεπε μόνο το γκρίζο.

Βρισκόταν στο μεταίχμιο .

Περπατούσε ανάμεσα στο λευκό και το μαύρο - ανάμεσα στα λευκά σαν από παράδεισο σύννεφα που απλώνονταν πάνω από το βαρύ κεφάλι της σαν χάρτης για έναν άλλο κόσμο ή επρόκειτο για μια ακόμα πύλη προς τον παράδεισο ? – ακροβατώντας ανάμεσα στην επιθυμία της να γίνει αρεστή από τους άλλους μα ταυτόχρονα γλείφοντας τις πληγές μέσα της σαν δαρμένο σκυλί γυρίζοντας από το ένα σημείο της πόλης της άλλης.

Τα μακριά μαύρα μαλλιά της έπεσαν σαν σπασμένο φωτοστέφανο γύρω από το στρογγυλό κεφάλι της την στιγμή που η αναπνοή της έβγαινε όλο και πιο δύσκολα από μέσα της , το χέρι της πλέον μόνιμα στο στήθος της , μετρώντας τους χτύπους, κάθε παράβαση της καρδιάς από το φυσιολογικό , κάθε ανωμαλία που θα της στερούσε την ζωή μια και καλή.

Ήξερε πως έπρεπε να κατηφορίσει προς τα νεκροταφεία... οι νεκροί χρειάζονταν την αγάπη της ακόμα και μέσα από τον τάφο ειδικά μέρες σαν αυτές. Θυμήθηκε την μητέρα της και πόσο πολύ πίστευε στον Θεό, τα δάκρυα που έριχνε κάτω από ταφόπλακες , σε κορμιά μουχλιασμένα πλέον που καμιά ακτίνα του ηλίου δεν ήταν σε θέση να διεισδύσει .

Πόσο ήθελε να μείνει μακριά από εκείνο το μέρος ?

Όχι από φόβο. Ποτέ δεν επρόκειτο για φόβο όπως όλοι πίστευαν άθελά τους. Πώς ήταν δυνατό να φοβόταν το μέρος που κάποια στιγμή θα την συντρόφευε αιώνια ? Πώς μπορούσε να κλείσε τα μάτια μπροστά σε ένα γεγονός τόσο απόλυτο όσο αυτό της γέννησης ?

Με ανάμεικτα συναισθήματα ντύθηκε έπειτα από ώρα γνωρίζοντας πολύ καλά πως στην βάση της σκάλας την περίμενε η οικογένεια της. Έξω ο παγωμένος ήλιος είχε αρχίσει να σβήνει δίνοντας την θέση του στα γκρίζα σύννεφα και τον απαλό μα τσουχτερό αέρα.

Τύλιξε το κασκόλ της όπως – όπως κάνοντας στην άκρη αυτή την επίμονη φωνή που βομβάρδιζε μήνες το μυαλό της . Την ίδια φωνή που είχε καταφέρει να νικήσει πολλές φορές στο παρελθόν μα πλέον έμοιαζε αδύνατο να την νικήσει.

Τα νύχια της βυθίστηκαν στο τρυφερό δέρμα αντλώντας ένα απειροελάχιστο ψήγμα πόνου , μηδαμινό μπροστά σε εκείνον που είχε υποφέρει σαν παιδί ή μετέπειτα έφηβη.

Εκεί όπου τα άστρα σβήνουν ..Where stories live. Discover now