Πού πας εκεί; Δεν σ'αγαπούν.

18 0 0
                                    


Αυτό το ταξίδι μου φαινόταν το μεγαλύτερο που είχα κάνει στη ζωή μου. Ατελειώτο και κουραστικό. Κατέβηκα από το ταξί με βαριά καρδιά και στάθηκα παρέα με τα υπάρχοντά μου μπροστά από το σπίτι που θα με φιλοξενούσε από εδώ και πέρα. Οι βαλίτσες μου ήταν σχετικά βαριές και τα χέρια μου δεν άντεχαν άλλη ταλαιπωρία και πίεση. Παρόλα αυτά και ενώ στεκόμουν εξω από το σπίτι πήρα τον χρόνο μου και το επεξεργάστηκα δίχως ομολογουμένως να βιάζομαι να περάσω μέσα.

Τα πατζούρια ήταν ξεθωριασμένα από τον ήλιο ενώ το ένα είχε γύρει επικίνδυνα καθώς οι μεντεσέδες που το συγκρατούσαν είχαν σπάσει. Το ανατολικό τζάμι ήταν ραγισμένο τόσο πολύ που μου έκανε εντύπωση που δεν είχ γίνει ήδη θρύψαλλα πάνω στο ξεραμένο γρασίδι. Το χρώμα του σπιτιού φαινόταν πως είχε να ανανεωθεί χρόνια ολόκληρα και η όλη εικόνα της κατοικίας με έκανε να αηδιάζω. Η μυρωδιά της σαπίλας και της απλυσιάς ερχόταν έντονη στα ρουθούνια μου. Έμοιαζε με τα σπιτάκια του τρόμου που βλέπουμε στα λούνα πάρκ μόνο που αυτό κατατασόταν στις ατραξιόν της αηδίας! 

Δυστυχώς όμως, μου είχαν στερήσει την επιλογή και κάποιος είχε στήσει ένα πολύ κακόγουστο και γλιτσερό αστείο στις πλάτες μου!

Προσπάθησα να πάρω μια βαθιά ανάσα και να γεμίσω τον οργανισμό μου με οξυγόνο και υπομονή. Πολύ υπομονή!

«Είναι μονάχα 3 μήνες κορίτσι μου! Κάνε υπομονή και θα περάσουν!» 

Σήκωσα την βαλίτσα μου από το έδαφος και σέρνοντας κυριολεκτικά τα πόδια μου άνοιξα την εξώπορτα ενώ η καρδιά μου με συντρόφευε από δίπλα με παραμορφωμένους ήχους ηλεκτικής κιθάρας. Πολύ κακό!

 Έσφιξα την γροθιά μου και χαμήλωσα το κεφάλι κοιτάζοντας τα πόδια μου. Το κορδόνι από το ένα μου άρβυλο είχε ξεστρατίσει και σερνόταν πάνω στα χαλίκια που ήταν στρωμένα μπροστά μου. Το αγνόησα και ξεκίνησα να κάνω  το ένα βήμα μετά το άλλο μηχανικά ενώ ταυτόχρονα ευχόμουν να έπεφτε στο κεφάλι μου κανένας πύραυλος μπας και γλυτώσω την «συγκατοίκηση».

Η αυλή του σπιτιού ήταν γυμνή από λουλούδια και γρασίδι και το μόνο που έδειχνε πως ίσως κάποιος, κάποτε ζούσε εδώ, ήταν μια μαύρη λαστιχένια ρόδα αυτοκινήτου, κρεμασμένη σε ένα γυμνό δέντρο παίρνοντας το ρόλο κούνιας. Στάθηκα στο σκαλοπάτι μπροστά από την πόρτα ακίνητη και έκλεισα με δύναμη τα μάτια μου. Πήρα άλλη μια βαθιά ανάσα και προσπαθώντας να μην έρθω σε επαφή περισσότερο από όσο έπρεπε με το βρόμικο κουδούνι, το πάτησα μια φορά με τον αγκώνα μου.

Meeting the WolvesOnde histórias criam vida. Descubra agora