Part 3

409 33 10
                                    

Έπιασε την σιδερένια πόρτα η οποία ήταν σκουριασμένη και την έσπρωξε..η πόρτα άνοιξε πράγμα που τον παραξένεψε… περίμενε να είναι κλειδωμένη. Ο Ορέστης προχώρησε στο πέτρινο τούνελ και ένοιωσε τα πόδια του να βρέχονται.

«νερό;»

Κοίταξε γύρω του..το πάτωμα ήταν ένα μικρό ποτάμι, το τούνελ μύριζε μούχλα και υγρασία.

«που ήρθα ρε φίλε;» αναρωτήθηκε φωναχτά.

Άκουσε βήματα και κρύφτηκε πίσω από ένα τοίχο και είδε την αντανάκλαση μιας σκιάς , η σκιά έλεγξε το μέρος και σαν να αντιλήφθηκε την παρουσία του Ορέστη άρχισε να πλησιάζει προς το μέρος του... ο Ορέστης κάθισε κάτω με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, τα γόνατα στο στήθος του και τον φόβο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Τα χέρια του έτρεμαν και μόνο στη σκέψη του τι θα αντίκριζε αν άνοιγε τα μάτια του, έσφιξε με τα δάχτυλά του την σφαίρα που κρεμόταν από τον λαιμό του, άνοιξε τα μάτια του και είδε τα μάτια του αδελφού του να καρφώνονται στα δικά του. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του δύο φορές και το βλέμμα του Αχιλλέα ξεθώριασε και μετά εξαφανίστηκε! Συγκέντρωσε ξανά το μυαλό του και κοίταξε διακριτικά πίσω από τον τοίχο που ακουμπούσε… η σκιά δεν ήταν πια εκεί. Ακούμπησε το κεφάλι του στον τοίχο έκλεισε τα μάτια του και ξεφύσησε ανακουφισμένος. Σηκώθηκε όρθιος και μετά από μερικά βήματα ακούστηκε ένα ουρλιαχτό τόσο μεγάλης διάστασης που τον ακινητοποίησε στην θέση του. Το πρόσωπό του συνοφρυώθηκε για λίγο και το αίμα του  πάγωσε στις φλέβες του. Λαχάνιασε και τα μάτια του θόλωσαν.  

Θυμήθηκε… ήταν στον κήπο με τον αδελφό του, έψαχναν για παλιά αντικείμενα… η κραυγή πόνου που άκουσε ήταν ότι πιο δυνατό είχε ακούσει στην ζωή του..ήταν η φωνή της αδελφής του… και τώρα αυτή η φωνή του έφερε τόσες εικόνες..τον μπλόκαρε! Άρχισε να τρέχει..δεν ήξερε για πού αρκεί να έφευγε από εκεί! Για πότε έφτασε σπίτι του ούτε που το κατάλαβε. Μπήκε μέσα με φόρα βγάζοντας την μπλούζα και τα παπούτσια του και μπήκε κάτω από το νερό της ντουζιέρας. Έπεσε κάτω με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο , τα γόνατά του λυγισμένα στο πλάι ενώ τα χέρια του έτριβαν το πρόσωπό του με το νερό που έπεφτε επάνω του.  Άρχισε να τρίβει το δέρμα του σχεδόν τραυματίζοντάς το , οι φωνές στο κεφάλι του υπήρχαν ακόμα.

«Φύγε από μέσα μου..φύγε..ΦΥΓΕΕΕΕΕΕΕΕΕ φύγε»

Φωνή 1 «δεν θα σε αφήσω ποτέ..θα είμαι πάντα δίπλα σου..πάντα δίπλα σας..δίπλα σας»

"Ανάσα,,Where stories live. Discover now