Ποτέ μου, ποτέ μου δεν θα ξεχάσω εκείνα τα δύο γαλάζια μάτια που ερωτεύτηκα σε μια στιγμή.
Μια στιγμή αδυναμίας ίσως, μια στιγμή απόλυτης δύναμης και εξουσίας του μυαλού και της ψυχής μου επίσης. Πρώτη φορά συμφωνούσαν οι δαίμονες μου σε κάτι, ήσουν ένα απέραντο γαλάζιο και εγώ ήθελα να χυθώ κόκκινη και να σε καταστρέψω.
Δύο σώματα να παλεύουν για τη κυριαρχία του ενός πάνω σε χαλίκια και αμμουδιά, εσύ να με καις και εγώ να σε παγώνω. Τα δάχτυλα σου να χαράζουν διαδρομές άγνωστες προς την απόλαυση μου μέχρι τότε, μα πλέον τις αναπολώ κάθε βράδυ που είμαι μόνη.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ, αγαπημένε άγνωστε ταξιδιώτη, το ποσό με έκανες να χαθώ, να ταξιδέψω και να τρέξω μακριά, για μία μικρή στιγμή σε ένα βράδυ γεμάτο άστρα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το αίσθημα του να βλέπω τον κόσμο μετά από τη θύελλα, τελείως διαφορετικός, κάτι μέσα μου είχε αλλάξει, και εσύ ήσουν η αιτία.
Έρωτας το λένε σε κάποια μέρη. Πώς τα κατάφερες να με κάνεις να σε ερωτευτώ σε μια στιγμή; Σε γνώριζα τότε μερικές ώρες, και όμως ήταν αρκετές για να μου δείξεις πως υπάρχει κόσμος και αλλού, πέρα από της σταθερής γης που τόσο δυνατά πατούσα.
Και όπως η αστυνομία έπιανε τον τρελό σε κάποιον απομακρυσμένο δρόμο και οι νοσοκόμοι του έκαναν ηρεμιστική ένεση και έμπαινε το φάρμακο στον οργανισμό του, ένιωθα το ίδιο με εκείνον τον τρελό όταν εσύ έμπαινες μέσα στη ψυχή μου. Σαν ένα φάρμακο για να με ηρεμήσεις όμως, μου τάραξες ό,τι ισορροπία είχα και δεν είχα μεταξύ ζωής και θανάτου και απαίτησες να μη σκεφτώ καν να πέσω ποτέ.
Ερωτεύτηκα τον τρόπο που με κοιτούσες στα μάτια έτσι γυμνός όπως ήσουν, ερωτεύτηκα τον τρόπο που με φιλούσες και δαγκώνεις τον λαιμό μου, ερωτεύτηκα τη φωνή σου για τους ψιθύρους στο αυτί μου. Ερωτεύτηκα εσένα και εκείνο το ηλίθιο μυαλό σου, γιατί μου έλεγες «Ελευθερώσου» και εγώ η φυλακισμένη έβρισκα το κλειδί για να βγω από το καταραμένο μου κελί.
Όπως φώναζε ο τρελός να τον αφήσουν ελεύθερο, έτσι ψιθύριζα και εγώ στο αυτί σου όταν ελευθερώθηκα από τον εαυτό μου. Με έπιασες και με σήκωσες για να μην πέσω και μέσα στα εσωτερικά ουρλιαχτά μου άκουγα τη δική σου φωνή, να ουρλιάζει και να θέλει και άλλο και άλλο και άλλο.
Και πήρες, ένα ένα τα περισσότερα κομμάτια της καρδιάς μου. Σε ήξερα μόλις μερικές ώρες, ήρθες μέσα σε ένα άδειο μπαρ, με είδες και αποφάσισες να είμαι εγώ η κοπέλα που θα πάρεις σαν αναμνηστικό στο επόμενο ταξίδι σου. Μαγνητάκια και χαζομάρες, όταν έχεις αναμνήσεις από κάποιον να σου χαμογελάει και να σε γαργαλάει με τη φωνή του, αυτό μετράει.
Είδαμε την αυγή μαζί, εκείνη την υπέροχη στιγμή που ο ήλιος θυμόταν για άλλη μια φορά να επισκιάσει τη δόξα του φεγγαριού. Και ξαφνικά το μαύρο του ουρανού δεν ήταν μαύρο, και το σκούρο μπλε του δεν ήταν σκούρο μπλε αλλά γαλάζιο, σαν αυτό των ματιών σου. Όταν μας έφτασε εκείνο το χρώμα, φίλησες τον γυμνό μου ώμο και τα χείλη μου, αποφασίζοντας πως κάτι έπρεπε να αφήσεις πίσω σου αν ήταν να πάρεις τόσα πολλά από εμένα.
Σε ήξερα μονάχα λίγες ώρες. Ήσουν ένας άνδρας στον δρόμο του για κάτι καλύτερο, ήμουν η κοπέλα που σε έκανε να μείνεις ένα και δύο λεπτά περισσότερο. Για εκείνες τις στιγμές που έμεινες στάσιμος, εγώ έτρεχα, όχι μακριά σου, αλλά κοντά σου, λες και η θύελλα που έφερες με την άφιξή σου ήταν ένα όνειρο που ήθελα να πιάσω με νύχια και με δόντια.
Θα μπορούσες να ήσουν άλλος ένας άνδρας με τον οποίον μοιράστηκα ένα βράδυ. Και τότε, γιατί θυμόμουν τα πάντα πάνω σου και μέσα στη ψυχή σου; Μου είπες πως η ζωή θέλει κότσια, και όχι να περιμένω τα καλά και τα ωραία να έρθουν να με χτυπήσουν στο μέτωπο για να τα δω σαν πρώτη φορά. Μου είπες πως κανείς δεν είναι τρελός, παρά μόνο για εκείνους που αποκαλούν τους εαυτούς τους φυσιολογικούς, εκείνοι είναι οι τρελοί επειδή έμειναν στάσιμοι μπροστά σε μια θύελλα και δεν θέλησαν ποτέ να δουν τι υπήρχε μέσα της.
Εσύ ήσουν ο Πάρης και εγώ ήμουν η Έρις και ποτέ κανείς μας δεν ξέχασε ο ένας τον άλλον. Δεν είχαμε κάτι αξιοσημείωτο να θυμόμαστε, ένα βράδυ περάσαμε μαζί εξάλλου, τι το περίεργο. Και όμως, για κάποιον άγνωστο λόγο, κάθε άλλο βράδυ που περνούσα μαζί με κάποιον, σκεφτόμουν μόνο εσένα και τα δύο γαλανά σου μάτια να με κοιτούν με ένα μεθυσμένο χαμόγελο και να μου ψιθυρίζουν λέξεις μαγικές με τον περίεργο λόγο σου και το ακόμη πιο περίεργο μυαλό σου.
Αργότερα έμαθα πως ούτε εσύ με ξέχασες. Τόσα γράμματα από τόσες περιπέτειες. Τόσα «Σε αγαπώ» είπες σε γυναίκες της μιας βραδιάς, γιατί αγαπούσες τη ψυχή και το σώμα τους. Σε εμένα όμως, το κάθε γράμμα έληγε με τη φράση «Σε λατρεύω και σε θυμάμαι» σαν τη μοναδική ανάμνηση που δεν θα διέγραψες ποτέ από το μυαλό σου.
Όταν σε είδα να ανεβαίνεις το λεωφορείο και χαιρετηθήκαμε, με κοιτούσες μέσα από το λερωμένο γυαλί με ένα γλυκό χαμόγελο, με μια υπόσχεση πως θα επέστρεφες μια μέρα σε εμένα, εκείνη τη μία στιγμή που θα αποφάσιζες πως έφτανε για σένα το τρέξιμο και το ταξίδι, ήταν η ώρα να σταματήσεις να πάρεις μια ανάσα και να κλείσεις τα μάτια σου για πάντα.
Σε είδα να φεύγεις, ξέροντας πως ήμουν η Έρις σου και εσύ ήσουν ο Πάρης μου και κάποια μέρα θα γυρνούσες.
Πού και να ήξερα πως αυτή η μέρα θα έφτανε όντως και πως δεν ήσουν απλώς ένα όνειρο που με κυνηγούσε σαν δαίμονας κάθε βράδυ;
ESTÁS LEYENDO
all that's forgotten | ✓
Historia Cortaa gift for you. Μια μικρή ιστορία για εκείνο το ένα περίεργο βράδυ, με έναν περίεργο ταξιδιώτη και μια περίεργη στάσιμη ύπαρξη. Πρώτη Θέση στη Ψηφοφορία Κοινού, Κατηγορία Διήγημα/Μικρού Μήκους, στον διαγωνισμό WattAwards2021. Short Story. All Right...