all of that is a gift for you

150 30 21
                                    

Βλέπεις αγαπημένε άγνωστε ταξιδιώτη, κάποιοι άνθρωποι ξεχνούν, χωρίς να το θέλουν.

Είμαι και εγώ μέσα σε αυτούς τους ανθρώπους. Μια μέρα στην πολύχρονη ζωή μου, ένα πρωί, άρχισα να ξεχνάω πού είναι τα κλειδιά μου, αν άφησα το μάτι ανοιχτό, αν πήρα το παιδί από το σχολείο. Μια άλλη μέρα ξέχασα τελείως όλα αυτά τα πράγματα, μαζί με το πότε γεννήθηκα. Άρχισα να κλαίω, το μυαλό μου δεν μπορούσε να ανατρέξει στη στιγμή έναρξης της ύπαρξής μου. Μετά από τόσα χρόνια ταξιδιών, είχα ξεχάσει ότι βγήκα ποτέ από το σπίτι. Σύντομα έκλαιγα γιατί είχα χάσει κάθε θάρρος να ξυπνάω τα πρωινά, μια καινούρια Έρις κάθε μέρα από την αρχή, χωρίς συνέχεια, στάσιμη στο χρόνο.

Τις λίγες φορές που με τη βοήθεια των γιατρών μπορώ να θυμάμαι, φέρνω στο μυαλό μου εσένα. Διαβάζω τα γράμματά σου, βλέπω τις φωτογραφίες που κάποτε που έστελνες, χαμογελάω στην ανάμνηση του χαμόγελου σου και του τρόπου που μιλούσες. Για μερικά λεπτά θυμόμουν τη μορφή σου και θυμόμουν εκείνα τα κομμάτια που σαν κύμα θάλασσας πήρες μακριά μου και γυρνούσες πίσω σαν γράμματα.

Για αυτό σου γράφω και τώρα. Για να θυμηθώ και να θυμάμαι και να θυμηθείς και να θυμάσαι και εσύ. Γιατί μια μέρα θα ξεχάσω Πάρη, θα κλείσω τα μάτια μου και θα σε ξεχάσω για πάντα.

Δεν γύρισες ποτέ. Μα ελπίζω όπου και να είσαι τώρα, σε όποιο λιμάνι και αν το διαβάζεις αυτό, να θυμάσαι την Έρις σου τις μέρες που δεν θα είμαι κοντά σου με κανένα γράμμα, με καμία ανάμνηση, με καμία θύελλα και κανένα κύμα να σου δίνει τα κομμάτια της ψυχής σου.

Με αγάπη και ατελείωτο έρωτα,

Η Έρις σου.

Ο Πάρης έκλεισε το γράμμα και σκούπισε κάτι που θεώρησε πως ήταν σαν δάκρυ.

Ήταν μεγάλος πια, το τελευταίο του ταξίδι ήταν αυτό, για να έρθει να τη βρει. Δεν είχε προλάβει, είχε ήδη φύγει μακριά του. Και τώρα η Έρις του βρισκόταν λίγο πιο κάτω, με μια πέτρα μόνο να δείχνει το πού την είχαν θαμμένη.

Η κόρη της κοπέλας που κάποτε είχε ερωτεύτηκε βρισκόταν λίγα μέτρα πιο πέρα, αφήνοντάς του χώρο να αναπνεύσει και να θυμηθεί τη ζωή του. Όταν τη γνώρισε για πρώτη φορά πριν λίγες ώρες, του φάνηκε σαν να έβλεπε την Έρις του, μια κοκκινομάλλα με ροδαλά μάγουλα και πράσινα μάτια που τον είχαν θαμπώσει με το φως τους ένα βράδυ τόσα χρόνια πριν.

«Αμφιτρίτη.» του είπε και τότε αυτός γέλασε.

Σε ένα γράμμα της, η Έρις είπε πως μόλις γεννήθηκε το μικρό της κορίτσι, ήθελε ένα περίεργο όνομα να της δώσει, ένα όνομα που κανείς ποτέ δεν θα ξεχνούσε. Εκείνος στο δικό του γράμμα της είπε πως έβρισκε το όνομα υπέροχο, ταίριαζε με την περίεργη μητέρα της και την περίεργη προσωπικότητα της.

«Εσύ μου έστειλες τα τελευταία γράμματα;» ήταν το πρώτο πράγμα που τη ρώτησε. Το χέρι του έτρεμε, χρειαζόταν πλέον τη βοήθεια ενός μπαστουνιού για να σταθεί.

Η κόρη της νύμφης που είχε γνωρίσει τόσα χρόνια πριν ένευσε θετικά. «Έτσι το ήθελε. Να σε βοηθήσω, να σε πάω να τη δεις.»

Όταν τον πήγε μπροστά από έναν τάφο, λύγισε, έπεσε στα γόνατα του. Η αθάνατη ανάμνηση της κοπέλας που κάποτε ερωτεύτηκε βρισκόταν στα πρόθυρα να ξεχαστεί. Ένας άνδρας στεκόταν πιο μακριά, τον κοιτούσε με δέος. Μάλλον αυτός ήταν ο σύζυγος της, ο πατέρας του κοριτσιού.

Ο Πάρης και η Έρις δεν βρέθηκαν ποτέ ξανά πέρα από αυτή τη μέρα που γύρισε όταν άκουσε για τον θάνατο της. Η Έρις έκανε μερικά ταξίδια, γνώρισε τον Γιάννη και αποφάσισε πως ήταν ένας άνδρας που θα ξεχνούσε κανείς εύκολα, αλλά εκείνη όχι. Και παρά το πολυχρησιμοποιημένο όνομά του, η Έρις έμεινε μαζί του χαμογελώντας.

Ο Πάρης δεν έκατσε ποτέ του κάπου, δεν έκανε κάποια σχέση και ακόμη και τώρα στα ογδόντα του, θυμόταν μόνο μια κοπέλα που του πήρε τα μυαλά πριν τόσα χρόνια. Τώρα έβλεπε μπροστά του τον άνδρα που πέρασε τη ζωή της η νύμφη του και του χαμογέλασε.

«Την γνώριζες;» τον ρώτησε ο Γιάννης.

Ο Πάρης κρατώντας την επιθυμία του να πέσει, απάντησε, «Ένα βράδυ πολλά χρόνια πριν, ναι.»

Τόσα γράμματα, στα τελευταία του έλεγε και τις ανησυχίες της. Σε κάποια δεν του έλεγε τίποτα, σαν να ήταν ξανά είκοσι για να τον είχε γνωρίσει τώρα πάλι για πρώτη φορά.

Μόνο αυτή τη φορά όμως του ζήτησε να γυρίσει πίσω. Και εκείνος ένιωσε την ανάγκη να σταματήσει επιτέλους, να μείνει κάπου στάσιμος και να αφήσει τη θύελλα της μνήμης της να τον κατακλύσει χωρίς να τον ακουμπήσει.

Ύστερα γύρισε προς την Αμφιτρίτη. «Θα ήθελα να μείνω εδώ για λίγο καιρό. Ξέρεις αν υπάρχει ελεύθερο κάποιο σπίτι;»

Η κόρη της νύμφης του χαμογέλασε. «Ναι, πρόσφατα ελεύθερο. Μπορώ να σε πάω να το δεις αργότερα. Δεν το ζήτησε κάνεις, σε μια τέτοια άδεια πόλη κάνεις δεν θα το ζητήσει.»

Ο Πάρης ένευσε και κοίταξε για άλλη μια φορά τη φωτογραφία της νύμφης του πάνω στη ταφόπλακα, ύστερα τσαλακώσει το γράμμα της, το έβαλε στη τσέπη του και περπάτησε μακριά.

_____________________

Α/Ν Ελπίζω να σας άρεσε!

DL

all that's forgotten | ✓Donde viven las historias. Descúbrelo ahora