Κεφάλαιο 4

164 19 5
                                    

Τρέχω. Γύρω μου σκοτάδι. Και βροχή. Τρέχω. Δεν ξέρω που πάω ή από πού ήρθα. Δεν ξέρω καν το λόγο που τρέχω. Απλώς τρέχω. Τρέχω μέσα στην βροχή. Για να γλιτώσω. Τρέχω για να προλάβω. Μοναδικοί ήχοι, τα ποδοβολητά μου στην πνιγμένη άσφαλτο και η απεγνωσμένη μου ανάσα. Δεν μπορώ να διακρίνω τίποτα. Το σκοτάδι είναι πηχτό. Και όσο τρέχω τόσο βυθίζομαι στο χάος. Τα άκρα μου όμως έχουν δική τους θέληση.

Τρέχω. Και όσο τρέχω ο φόβος μεγαλώνει.

«Κάσι. Κάσι» Το όνομά μου αντιλαλεί στο κενό.

Θέλω να φωνάξω πως είμαι εδώ. Μα δεν έχω φωνή. Και ο Νικ συνεχίζει να με καλεί προκαλώντας μου μια ηχητική παραζάλη.

Σκοντάφτω σε κάτι σκληρό και πέφτω σε μια λακκούβα που ξεχειλίζει νερά. Τα τρεμάμενα χέρια μου επιχειρούν να στηρίξουν το σώμα μου, για να βγω από την τρύπα, μα είναι αδύναμα. Εγώ είμαι αδύναμη. Αξιολύπητη…

Μια ανοιγμένη παλάμη μπαίνει στο οπτικό μου πεδίο. Μια προσφορά βοηθείας. Υψώνω το βλέμμα αναζητώντας το πρόσωπο του άντρα και μια άγνωστη, μα οικεία αντρική φωνή πλημμυρίζει τον κόσμο μου: «Κασσάνδρα…»

«Ήσυχα», προσθέτει ο Νικ με έναν απαλό συριγμό, καθώς τα βλέφαρά μου πεταρίζουν στο σκοτάδι.

«Ένας εφιάλτης ήταν. Όλα είναι εντάξει τώρα. Είσαι ασφαλής»

Αγκαλιάζει το σώμα μου για να με συγκρατήσει και παραμερίζει μερικές τούφες που ήρθαν μπροστά στο πρόσωπό μου. Ως αποτέλεσμα ο ρυθμός της αναπνοής μου επιβραδύνεται και το μυαλό μου συνέρχεται από το μούδιασμα του πανικού.

«Είσαι μαζί μου τώρα». Σαν σκιά μέσα στο σκότος το πρόσωπο του εμφανίζεται μπροστά μου και πιέζω τα χείλη μου να σχηματίσουν ένα μικρό χαμόγελο για χάρη του.

Τα μάτια μου συνηθίζουν γρήγορα την έλλειψη φωτός. Αναγνωρίζω το δωμάτιο του. Δεν θυμάμαι πως βρέθηκα στο κρεβάτι του. Μαντεύω πως με μετέφερε αφού αποκοιμήθηκα στην αγκαλιά του, με το τρίξιμο των ξύλων που καίγονταν στην φωτιά να με νανουρίζει.

«Γύρισε η Κρίσταλ;»

«Εδώ και αρκετή ώρα. Δεν την βρήκε», προφέρει διστακτικά.

Το τέρας του πανικού αναδεύεται μέσα μου.

Ο συριγμός συνοδεύει το δάχτυλο που ακουμπά τρυφερά τα χείλη μου. «Είσαι μαζί μας τώρα. Κανείς δεν θα σε βλάψει όσο είσαι μαζί μας».

Γνέφω νιώθοντας έναν κόμπο στο στομάχι. Ο Νικ χαϊδεύει το μάγουλό μου και αφήνω την μορφή του να με μαγέψει, για να ξεφύγω από το τρόμο.

Μια στάλα παράδεισοςWhere stories live. Discover now