Κεφάλαιο 3

137 15 5
                                    

Κασσάνδρα

Συνεχίζω να ψάχνω στις σκιές για οποιαδήποτε κίνηση. Ακόμη και όταν το δάχτυλό μου πιέζει το κουδούνι.

Τα φώτα είναι σβηστά. Φυσικό να κοιμούνται τέτοια ώρα. Είναι λάθος να τους ενοχλώ. Μα τα πόδια μου με οδήγησαν από μόνα τους εδώ.

Χτυπάω ξανά και ξανά το κουδούνι με την απελπισία μου να κορυφώνεται, ενώ σαρώνω την περιοχή γύρω μου. Η βροχή έχει πλέον κοπάσει και αθώα ρυάκια κυλούν στις γωνιές του έρημου δρόμου. Ο δημοτικός φωτισμός αδυνατεί να καλύψει κάθε σκιά, όπως εγώ αδυνατώ να καταστείλω την παραφροσύνη του μυαλού μου.

Και αν με είδαν; Και αν με ακολούθησαν; Και αν κάποιος ξέρει;

Το φως πέρα από το παράθυρο του ισογείου τραβά την προσοχή μου. Η κουρτίνα παραμερίζεται και ένα πρόσωπο ξεπροβάλει διστακτικά πίσω από το τζάμι, προτού η κουρτίνα αφεθεί ξανά στην θέση της. Μου φαίνεται σαν περνά ένας αιώνας, μα το φως του κήπου ανοίγει και ακολουθεί η πόρτα. Η νεαρή γυναίκα με τις ανακατεμένες μαύρες μπούκλες διασχίζει γρήγορα το πλακόστρωτο μονοπάτι, με το παλτό ριγμένο πρόχειρα πάνω από τους ώμους της.

«Τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα;» Ρωτά ξεκλειδώνοντας.

Θέλω να απαντήσω, αλλά είναι δύσκολο με τα δόντια μου να κροταλίζουν.

«Μα εσύ είσαι μούσκεμα», αναφωνεί. «Γρήγορα μέσα. Θα αρπάξεις καμιά πνευμονία. Αν δεν την έχεις αρπάξει ήδη».

Κλειδώνει βιαστικά πίσω της και με τραβά στο εσωτερικό του σπιτιού. Ορμώ ενστικτωδώς προς το μισοσβησμένο τζάκι του σαλονιού, μα εκείνη με αρπάζει από τους ώμους και με οδηγεί προς την σκάλα.

«Στο δωμάτιό μου. Πρέπει να βγάλεις τα ρούχα σου πρώτα».

«Νικ! Ξύπνα!» Αφήνει ένα δυνατό χτύπημα, καθώς προσπερνάμε βιαστικά την πόρτα του ξαδέρφου της.

«Γρήγορα στο μπάνιο» με διατάζει, μόλις μπαίνουμε στο υπνοδωμάτιό της.

Με βοηθά να βγάλω τα βρεγμένα ρούχα και να σκουπιστώ, ενώ το σώμα μου τρέμει ανεξέλεγκτα.

«Κρίσταλ; Τι συνέβη;»

Η αγουροξυπνημένη φωνή του Νικ έρχεται από το δωμάτιο και η Κρίσταλ τον προστάζει να ανάψει το τζάκι.

«Τι έπαθες τέτοια ώρα μου λες;» Εμφανίζεται στο άνοιγμα της πόρτας τρίβοντας τα μάτια του. Ξαφνικά αυτά καρφώνονται απορημένα στο σώμα, που τρέμει ανεξέλεγκτα κάτω από μια πετσέτα στην αγκαλιά της Κρίσταλ. «Κάσι;»

Μια στάλα παράδεισοςTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang