Γύρισα την πλάτη μου και κατευθύνθηκα προς τον Πίτερ που με φώναζε. Εκεί που περπατούσα σταμάτησα μια στιγμή και έριξα το βλέμμα μου πίσω να δω αν είχε φύγει. Με κοιτούσε ακόμα με ένα γλυκό παραπονιάρικο ύφος. Του χαμογέλασα και του έκανα νεύμα με το κεφάλι μου ένα αμήχανο αντίο. Έβαλε τα πέλματά του πάνω στα πηδάλια και έφυγε.
" Όντρει!" φωνάζει ο Πίτερ πιο δυνατά. Ρίχνω μια ματιά στο σπίτι του και δεν τον βλέπω. "Όντρει!" μου ξαναφωνάζει και εντοπίζω από που πηγάζει ο ήχος. "Αν δεν θέλεις να αργήσεις μπες μέσα στο αυτοκίνητο". Ανοίγω την πόρτα και τον καλημερίζω κάπως αμήχανα. "Καλημέρα" μου απευθύνεται με μια πιο βραχνή φωνή.
Κοιτάζω έξω από το παράθυρο τα πουλιά που πετούν ψηλά. "Αχ να'μουν και εγώ ένα μικρό πουλάκι, να μπορούσα να πετάω ψηλά, να γίνω φίλη με τα σύννεφα, παιδί του ουρανού, ερωμένη του ήλιου, φυγάς της βροχής. Να φύγω μακριά από αυτήν την αποκρουστική, ανιαρή καθημερινότητα, να ανοίξω τα φτερά μου και να πετώ χωρίς περιορισμούς.
"Τι σκέφτεσαι Όντρει;" είπε ο Πίτερ με απορία διακόπτοντας τις σκέψεις μου. "Πρώτη φορά σε βλέπω τόσο αφηρημένη και σκεπτική" είπε. Το πέτυχε πάντως. Σκεφτόμουν εκείνη την στιγμή τον Έλιο. "Συγγνώμη Πίτερ". "Μην ζητάς συγγνώμη" είπε. Τον κοίταξα και χαμογέλασα γλυκά.
Όταν φτάσαμε έξω από την σχολή με άφησε. Άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω. "Μην ξεχνάς το όνειρό σου Όντρει" μου λέει και το γνέφω με το κεφάλι μου.
Το μάθημα άρχισε και ακόμα δεν κατάφερα να καθαρίσω το μυαλό μου από μερικές άσχετες σκέψεις. Έπρεπε να συγκεντρωθώ σε αυτό που ονειρευόμουν τόσο καιρό, αλλά ήταν αδύνατο. Αχ άτιμο μυαλό πώς γίνεται να είσαι τόσο μπερδεμένο, σαν ένα κουβαράκι από κλωστή που δεν μπορώ να ξεμπερδέψω και μπλέκομαι και εγώ μαζί σου και μαζί του. Μαζί του...
Όταν τελείωσα το μάθημα, στάθηκα στην είσοδο της σχολής και περίμενα τον Πίτερ να έρθει να με πάρει με το αυτοκίνητο. Η ώρα πέρασε και ακόμα δεν είχε εμφανιστεί. Αποφάσισα να τον πάρω ένα τηλέφωνο, μιας που είχε φτάσει μεσημέρι και έπρεπε να πάω σπίτι. Προσπαθούσα να του τηλεφωνήσω αλλά μάταια. Σαν από μηχανής θεός εμφανίζεται ο Έλιο με το ποδήλατο ακριβώς μπροστά μου. "Είσαι να πάμε μια βόλτα μέχρι το φεγγάρι;" μου λέει με ένα χαμόγελο που έφτανε να φωτίσει τον κόσμο μου. Του χαμογελώ και εγώ λίγο ξαφνιασμένη και αμήχανη ταυτόχρονα. "Ανέβα" μου λέει και μου δείχνει το ποδήλατο του. Χαχανίζω κοροϊδευτικά και με μια κίνηση ανεβαίνω και τυλίγω τα χέρια μου γύρω του. Ξεκινάει και εγώ τον σφίγγω πιο δυνατά. Κλείνω τα βλέφαρα μου και νιώθω τον αέρα να μου χαϊδεύει το πρόσωπο μου γλυκά και να μου φυσά τα μαλλιά. Το άρωμα του μου μπλέκεται στην μύτη μου και την υπνωτίζει.
"Που πάμε Έλιο;" είπα συνειδητοποιώντας ότι ξεφύγαμε από τον δρόμο μας για το σπίτι. "Θα δεις" μου απαντά με μυστικοπάθεια. "Πρέπει να πάω σπίτι" του λέω. "Δεν θα αργήσουμε πολύ Όντρει" είπε για να με καθησυχάσει και συνέχισε να κάνει ποδήλατο.
Μετά από λίγη ώρα φτάσαμε σε μια μεριά της Αθήνας απομακρυσμένη από όλους τους εκκωφαντικούς θορύβους της πόλης. Ήταν ένα ήσυχο μέρος. " Έρχεσαι συχνά εδώ;" λέω για να σπάσω αυτήν την σιωπή. "Αρκετά συχνά, είναι μια έμπνευση για μένα αυτό το μέρος." λέει με λαχτάρα στα μάτια του. "Δεν χορταίνω να κοιτάζω την Αθήνα από εδώ ψηλά. Βλέπεις;" με κοιτάει. "Όντως είναι ήσυχο μέρος για να βυθιστείς στις σκέψεις σου και να καταλάβεις το μυαλό σου καλύτερα". "Άρα με καταλαβαίνεις;" με κοιτά με απορία. "'Απόλυτα". Εννοείται και τον καταλάβαινα. 'Ήταν σαν να βρισκόταν μέσα στο μυαλό μου από πάντα. Αισθάνομαι να με καρφώνει με το βλέμμα του ενώ εγώ ακόμα κοιτούσα την Αθήνα. Γυρνάω το κεφάλι μου και το είδωλό του αντανακλάται στις κόρες των ματιών μου.
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ: Λίγο μεγάλο αυτό το κεφάλαιο αλλά προχώρησε αρκετά η πλοκή με την Όντρει αφηγήτρια. Ο Έλιο περιμένει να μας τα πει από την πλευρά του οπότε έρχεται σύντομα τέταρτο κεφαλαιάκι.
YOU ARE READING
Πηγαινέ με μέχρι το φεγγάρι
Romance«Εισαι να παμε μια βολτα μεχρι το φεγγαρι;» Αυτη ηταν η φραση ηταν η αιτια να γνωριστουν, να γινουν φιλοι και τελικα να ερωτευτουν. Δυο νεοι αγαπηθηκαν πισω απο τις τζαμαριες των πολυκατοικιών τους και μπλεχτηκαν μαζι σε περιπετειες που δεν ηθελαν ν...