λήθη

55 4 1
                                    


Μ'ακούς;

Σου μιλάω, μ'ακούς;

Ναι, εγώ είμαι, με θυμάσαι; 

Θυμάσαι που κολυμπούσαμε μαζί; 

Θυμάσαι που με πείραζες και σε κυνηγούσα στη παραλία;

Θυμάσαι που γυρνούσαμε σπίτι τα ξημερώματα;


Δεν θυμάσαι

Που το κρατούσαμε για μας αυτό που είχαμε; 

Που ότι είχαμε ήταν ο ένας τον άλλον.

Που γυρνούσα απ'τη δουλειά μέσα στα νεύρα και τη κούραση και με ηρεμούσες.

Που γυρνούσες απ'τη δουλειά τα ξημερώματα μέσα στο θυμό και την αδρεναλίνη και σε ξεκούραζα.

Που όταν έβρεχε διαβάζαμε βιβλία οένας στον άλλον.

Που όταν αρρώσταινα, καθόσουν δίπλα μου για να αρρωστήσεις και συ και να είμαστε ίσοι.

Που όταν άναβα τσιγάρο, μου το έπαιρνες απ'το στόμα, κάπνιζες δύο τζούρες και το έσβηνες. Και μετά με προκαλούσες λέγοντας μου "Τι θα κάνεις;". Και εγώ σε κυνηγούσα μεσ'το σπίτι και σε έπιανα και σε φιλούσα και κάναμε έρωτα.

Μ'ακούς;

Που πηγαίναμε βόλτες και αράζαμε και όταν είχε κρύο φορούσες τα φούτερ μου.

Που ζήλευα και το ήξερες, το καταλάβαινες.

Με διάβαζες. Ανοιχτό βιβλίο ήμουν για σένα. Βιβλίο που ποτέ δεν έκλεισες. 


Θυμάμαι τη γνωριμία, τη πρώτη αγκαλιά, το πρώτο φιλί, τη πρώτη φορά που τα σώματα μας γίναν ένα.

Θυμάμαι τη νύχτα που σε φίλησα. 

Θυμάμαι που σε είχε πληγώσει κάποιος κάφρος και έκλαιγες σε ένα παγκάκι.                                         Ήσουν πιωμένη και κρύωνες.

Θυμάμαι που σου είχα δώσει το μπουφάν μου.

Θυμάμαι που σου έπιασα το χέρι.

Θυμάμαι τα πανέμορφα μάτια σου να λάμπουν. 

Θυμάμαι να με κοιτούν, να με συνεπαίρνουν. 

Θυμάμαι πως πλησίαζαν τα χείλη μου τα δικά σου.

Θυμάμαι να με ζεσταίνει το φιλί σου, να με ζωντανεύουν τα σαρκώδη χείλη σου. 

αόριστες επιστολέςWhere stories live. Discover now