Κεφάλαιο 17

38 4 0
                                    

Ο πυροβολισμός συντάραξε τον τόπο, σταματώντας μουσικούς, χορευτές, χαμόγελα και πιρούνια. Όλοι έστρεψαν τα βλέμματά τους προς την ανατολική πλευρά της πλατείας, στην οποία γινόταν το γαμήλιο γλέντι. Φάνηκαν οι φιγούρες του αρχηγού της προηγούμενης ομάδας των Τούρκων που είχε έρθει στο χωριό και μαζί του άλλοι δέκα άγνωστοι στρατιώτες. Ο αρχηγός ήταν πολύ νευριασμένος, σχεδόν εξοργισμένος και με το τουφέκι στο χέρι του ξανά πυροβόλησε στον αέρα, αφήνοντας έντρομους και ξαφνιασμένους για άλλη μία φορά τους χωριάτες. Ακόμα και τα άλογα σάστισαν στον απότομο ήχο του πυροβολισμού. Οι υπόλοιποι στρατιώτες κρατούσαν ο καθένας επίσης από ένα τουφέκι.

Η Σάρα και ο Πέτρος κοιτάχτηκαν μεταξύ τους τρομαγμένοι και μετά ξανά κοίταξαν τους Τούρκους. Το νιόπαντρο ζευγάρι φοβήθηκε ο ένας για τον άλλον και όλοι οι υπόλοιποι σκέφτηκαν τους δικούς τους. Οι γονείς τα παιδιά τους, τα νέα ζευγάρια ο ένας τον άλλον, τα μεγάλα αδέρφια τα μικρότερα και πάει λέγοντας.

«Ντροπή σας Έλληνες!... Σας εμπιστευτήκαμε και μας μαχαιρώσατε πισώπλατα!... Μη νομίζετε ότι αυτή τη φορά θα ξεφύγετε!», βροντοφώναξε ο αρχηγός.

«Ποιες είναι οι κατηγορίες για τις οποίες μας απειλείς;» ρώτησε ήρεμα ο παπάς του χωριού.

«Μην κάνεις τον ανήξερο παπά. Πολύ καλά ξέρεις εσύ και όλοι σας ότι πίσω από την πλάτη μας ελευθερώσατε τους αιχμαλώτους μας και μας δείξατε λάθος δρόμο! Γι' αυτό μην νομίζετε ότι θα σας φερθούμε καλά! Μόνο αν μιλήσετε θα γλυτώσετε..... όχι; ... Τότε... Εμπρός!!!» φώναξε και οι στρατιώτες κατέβηκαν από τα άλογά τους και έπιανε ο καθένας από μία κοπέλα εκτός από δύο που πήραν δύο νεαρά ακόμα σε ηλικία αγόρια.

Επικράτησε χαμός προσπαθώντας οι άντρες να προστατέψουν τις γυναίκες και τα παιδιά, αλλά οι στρατιώτες πυροβολούσαν όποιον έβρισκαν, στην προσπάθεια να μην προσπαθήσει κανείς να τους σταματήσει. Μία από τις κοπέλες που άρπαξαν ήταν και η Σάρα, την οποία μέσα από τα χέρια του Πέτρου την τράβηξαν χτυπώντας τον δυνατά στο στομάχι με την λαβή του τουφεκιού, αφήνοντάς τον ανήμπορο να κουνηθεί.

«Πέτρο!»

«Σάρα!»

Ήταν οι μόνες λέξεις που μπόρεσαν να ανταλλάξουν πριν ο στρατιώτης την βάλει πάνω στο άλογο. Χτυπώντας τα χαλινάρια των αλόγων ξεκίνησαν να φύγουν και καθώς έφευγαν οι χωριάτες θρηνούσαν την ώρα και τη στιγμή που αρπάχθηκαν τα βλαστάρια τους. Ο Πέτρος αφού συνήλθε έτρεξε προς τους γονείς του για να ακούσει ότι μαζί τους είχαν πάρει και τον Αλέξανδρο. Όλα στροβίλιζαν τόσο γρήγορα. Τα κλάματα των μανάδων για τις κόρες τους και το άλλο το αγοράκι, τους αναστεναγμούς των πατεράδων για τη συμφορά που τους χτύπησε και τα κλάματα των μικρών παιδιών από την τρομάρα τους. Κανείς δεν ήξερε που πήγαιναν τις κοπέλες και τα αγόρια.

Πέρασαν δύο ώρες μέχρι να έρθουν στα λογικά τους ξανά όλοι ώστε να μπορέσουν να συνεννοηθούν και να βρουν μια λύση. Μαζεύτηκαν οι νέοι άντρες με κάποιους γεραιότερους για συμβουλές και μόνο τάξις και ηρεμία δεν επικρατούσε. Όλοι πεταγόντουσαν ασύστολα και μια φασαρία δημιουργούταν χωρίς να βγαίνει άκρη. Ο Πέτρος προσπαθούσε να βάλει μία τάξη με τον πατέρα του, αλλά στο τέλος μόνο πονοκέφαλο κέρδισε. Όλο το βράδυ κύλισε έτσι. Πραγματικά θλιβερό...

Εν τω μεταξύ, όμως, θα αναρωτιέστε που πήγαν τις κοπέλες και τα παιδιά. Ε λοιπόν ναι μεν όχι τόσο άσχημο, αλλά επικίνδυνο. Γιατί; Γιατί τους πήγαν στο παλάτι του Πασά στα Γιάννενα. Τα κορίτσια θα προορίζονταν για παλλακίδες και τα αγόρια θα εκπαιδεύονταν να γίνουν Οθωμανοί στρατιώτες. Και οι δύο περιπτώσεις καταστροφικές. Ευτυχώς, όμως, μέχρι να τους χωρίσουν θα περνούσαν στο παλάτι τρεις νύχτες μαζί και μετά θα έστελναν τα δύο αγόρια σε ειδικό μέρος και τις κοπέλες σε προετοιμασία για τη ζωή της παλλακίδας. Πρώτα ήθελαν οι Έλληνες να μαρτυρήσουν που φυγάδεψαν τους αιχμαλώτους τους και αν τους βοηθούσαν ίσως και να άφηναν ελεύθερους τους δικούς τους.

Η Σάρα βρισκόταν για μία ακόμη φορά σε ξένο περιβάλλον που η κάθε της κίνηση θα επηρέαζε όχι μόνο αυτήν, αλλά και τα υπόλοιπα άτομα που ήταν μαζί της. Μάζεψε όλα τα κορίτσια και το δεύτερο αγόρι κοντά της, έχοντας στην αγκαλιά της τον Αλέξανδρο, για να πολεμήσουν το άγχος και τον φόβο μαζί.

«Σάρα, πεινάω.» είπε φοβισμένα και λυπημένα ο Αλέξανδρος.

«Έλα δεν είναι ώρα για κάτι τέτοιο. Ξέρω, κι εγώ πεινάω, αλλά πρέπει να φανούμε δυνατοί. Δεν θες να γυρίσεις στους γονείς σου και να πεις άντεξα;»

«Θέλω.»

«Τότε κάνε κράτη.»

Κι έτσι ξανά σιώπησαν προσπαθώντας να ηρεμήσουν όλοι τους. Νύχτωνε και κανείς δεν ήξερε τι έμελλε να συμβεί την επόμενη μέρα. Η Σάρα προσπαθώντας να την πάρει ο ύπνος έφερνε στο μυαλό της τις τελευταίες ωραίες στιγμές με τον Πέτρο στον γάμο για να μπορέσει και να ηρεμήσει. Ένιωθε τον τρόμο όλης της ημέρας και ταυτόχρονα την πυγμή να πολεμήσει οτιδήποτε σταθεί εμπόδιο στην ελευθερία της και των υπολοίπων που ήταν μαζί της. Πριν την πάρει τελικά ο ύπνος, από μέσα της ζήτησε τη βοήθεια του Θεού κι έτσι αποκοιμήθηκε. Έμελλε να ζήσει κι άλλα τις επόμενες μέρες, γι' αυτό η νύχτα θέλησε να της χαρίσει ένα όμορφο όνειρο μακριά από το παλάτι του Πασά...

...

Αγάπη πίσω στον χρόνοWhere stories live. Discover now