Κεφάλαιο 18

40 5 2
                                    

6 Μαϊου 1820

Ο ήλιος δεν πρόλαβε να ανατείλει και οι υπηρέτριες του Πασά ξύπνησαν τα κορίτσια και τα δύο αγοράκια. Τους έδωσαν να αλλάξουν σε ρούχα του παλατιού και τους οδήγησαν στην τραπεζαρία με τις άλλες παλλακίδες. Προς καλή τους τύχη ο Πασάς ήταν ήρεμος άνθρωπος σε γυναίκες και παιδιά και φρόντισε να μην τους χωρίσει ούτε στο φαγητό. Η μέρα κύλισε με χαμηλωμένα τα κεφάλια και χωρίς να μιλήσουν ούτε μεταξύ τους πολύ. Προσεύχονταν να τους σώσουν πριν είναι αργά.

Μερικοί από τους στρατιώτες που μπαινόβγαιναν στο παλάτι γλυκοκοίταζαν τις κοπέλες σαν να μην είχαν ξαναδεί θηλυκό στη ζωή τους. Λόγω του φόβου, όμως, προς τον Πασά τους δεν τολμούσαν να κάνουν κάτι παραπάνω από αυτό. Μπορεί να φερόταν καλά σε γυναίκες, παιδιά και σε ανθρώπους σε ανάγκη, αλλά στους άντρες και ιδιαίτερα σε εχθρούς και αγροίκους μπορούσε να γίνει ο πιο αδίστακτος άνθρωπος. Έτσι, οι αιχμάλωτοι ήταν ασφαλείς... όχι όμως για πολύ ακόμα.

Πίσω στο χωριό τα πράγματα δεν φαίνονταν να πηγαίνουν καλύτερα. Στην πλατεία οι γονείς των κοριτσιών και του ενός αγοριού να κλαίνε και να φωνάζουν για το κακό που τους ήρθε, άλλοι νέοι και μεγάλοι τσακώνονταν για το αν πρέπει να τους ελευθερώσουν ή να μην κάνουν τίποτα και ο Πέτρος είχε πέσει σε απελπισία. Η Σάρα και ο αδερφός του ήταν αιχμάλωτοι και η σωτηρία τους βασιζόταν στην δύναμη ενός χωριού που επικρατούσε χάος. Και μόνο η σκέψη να ακουμπήσει κάποιος την Σάρα τον τρέλαινε από την αδράνεια στην οποία τον άφηνε η κατάσταση.

«Πέτρο!» ακούστηκε η φωνή της κυρά-Μαριάννα, κόβοντας τον Πέτρο από τις σκέψεις του.

«Ναι μητέρα;»

«Τι κάθεσαι και δεν κάνεις τίποτα;»

«Μα δεν βλέπεις; Χθες προσπαθούσα να τους κάνω να συζητήσουν ήρεμα για να βρούμε άκρη και μόνο αυτό δεν γίνεται. Νιώθω ανήμπορος να κάνω κάτι!»

«Τι είναι αυτά που λες; Δεν μεγάλωσα ένα παλικάρι ίσα με το μπόι σου για να το ακούω να λέει τέτοιες βλακείες!» λέει με ένα υψηλό τόνο και προχωράει προς το θορυβώδες πλήθος σηκώνοντας τα μανίκια της και ανεβαίνοντας σε μια καρέκλα που πήρε από ένα διπλανό τραπέζι, άρχισε να φωνάζει με δύναμη:

«Ησυχία επιτέλους!!!»

Όλοι σιώπησαν γυρίζοντας προς το μέρος της.

«Μωρέ κουζουλαθήκατε; Αντί να βρείτε λύση τσακώνεστε; Φιλότιμο δεν έχετε; Ντροπή σας! Δεν είστε οι μόνοι που τα παιδιά σας είναι στα χέρια τους! Ή θα γίνεται άντρες και θα μιλήσετε σαν άνθρωποι ή βουλώστε το για να μιλήσουν αυτοί που θέλουν πραγματικά να βοηθήσουν και όχι να προκαλέσουν μιζέρια και πανικό! Καταλάβατε;» είπε και τους κοίταξε με ένα τελευταίο απειλητικό βλέμμα.

Αγάπη πίσω στον χρόνοWhere stories live. Discover now