Η Μάσκα

56 7 1
                                    

Δεν θυμάμαι και πολλά...πάντως θυμάμαι την φτωχή ζωή που ζούσαμε. Ζούσαμε σε ένα σχεδόν ετοιμόρροπο σπίτι από όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, με την μαμά μου και τις αδερφές μου. Οι γονείς μου χώρισαν γιατί πάντα τσακώνονταν ο μπαμπάς με την μαμά μου αλλά και μαζί μας. Από τότε που έφυγε ο μπαμπάς ανέλαβε να μας φροντίζει η μαμά και ήταν πιο όμορφα καθώς δεν υπήρχαν εντάσεις. Ώσπου μετά από 18 χρόνια συνέβη το μοιραίο. Εγώ, η Δώρα, το άσχημο θα έλεγε κανείς κορίτσι, καθώς φορούσε γυαλιά και είχε παραπανίσια κιλά, έπαθε ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο που οδηγούσε ένας μεθυσμένος. Όμως, όλα ξεκίνησαν εκείνη την μέρα που ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν βίαιος, άρχισε να βρίζει, να ρίχνει κάτω τα πράγματα από το τραπέζι. Ξέρω δεν έφταιγε αυτός μιας και η οικογένεια του τον παράτησε και μεγάλωσε στην αλητεία, στον δρόμο, στην φτώχεια και σε ένα ορφανοτροφείο που ήταν ψυχροί οι δάσκαλοι και τα παιδιά απέναντι του. Η μητέρα μου, από την άλλη, είναι μια πολύ γλυκιά γυναίκα, βασανισμένη από την ζωή αφού είχαν πέσει όλα τα βάρη πάνω της. Αυτή δούλευε για να μας μεγαλώσει χωρίς να βαρυγκομήσει ούτε ένα λεπτό. Εκείνη του είπε να ηρεμήσει και τι είχε συμβεί. Αυτός τότε την έπιασε από τον λαιμό και την πέταξε με δύναμη στον καναπέ. Τότε μπήκα μπροστά στην μαμά μου που προσπαθούσε να βρει την ανάσα της. Ο πατέρας είπε ότι δεν μας άντεχε άλλο κι ότι είμαστε βάρος και ότι ήταν καλύτερα να μην είχαμε γεννηθεί. Δεν ήθελε λέει να μας ταΐζει. Στην πραγματικότητα όμως ποτέ δεν είχε κουνήσει το δαχτυλάκι του ούτε για να πιει ένα ποτήρι νερό. Ήταν όλη μέρα σε έναν καναπέ ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς κι όλο έδινε διαταγές λέγοντας μας ότι και καλά η υγεία του δεν είναι καλά. Άρχισε τις κατάρες για άλλη μια φορά καθώς και να δίνει κλωτσιές σε εμένα που ήμουν κάτω. Η μητέρα μου έκλαιγε κι έλεγε να με αφήσει κι ότι δεν φταίγαμε εμείς για τα νεύρα που είχε και για τις υποτιθέμενες αρρώστιες του. Ύστερα, πήρε το μπουφάν και βγήκε έξω. Πριν κλείσει την πόρτα μας έριξε άλλη μια φαρμακερή ματιά. Η μητέρα μου με πλησίασε και με πήρε αγκαλιά κλαμένη. Αυτό που τον είχε στεναχωρήσει δεν το μάθαμε ποτέ. Έτσι ήταν πάντα. Κλειστός στα συναισθήματα του. Τα μόνα συναισθήματα που έδειχνε πάντα ήταν ο θυμός, τα νεύρα του, η απέχθειά του και πιο πολύ το μίσος που μας το έδειχνε σε κάθε του ευκαιρία. Πολλές φορές ρωτούσα την μαμά γιατί φερόταν έτσι ο μπαμπάς σε εμάς αλλά απάντηση σαφή δεν έπαιρνα. Μου έλεγε πως πριν παντρευτούν ήταν ο πιο υπέροχος άντρας του κόσμου. Την έκανε συνέχεια να γελάει. Γέμιζε το σπίτι από ευτυχία. Ώσπου ήρθαμε εμείς. Και τότε σκοτείνιασαν όλα... Σκοτείνιασε η ψυχή του, φώλιασε το μίσος στην καρδιά του. Μάλλον δεν μας ήθελε κι ας έλεγε το αντίθετο. Εγώ πάντα ήθελα να τον γεμίσω με αγκαλιές και φιλιά αλλά φοβόμουν, όχι μην με χτυπήσει αλλά την απόρριψη. Το ότι θα έδιωχνε και εμένα αλλά και την αγάπη μου. Την άλλη μέρα γύρισε σπίτι και πήγα τελικά να του δείξω την αγάπη μου αλλά αντί για αυτό με έσπρωξε και πήγε να ξαπλώσει. Δάκρυα θάμπωσαν τα μάτια μου και ήρθαν οι αδερφές μου και με πήραν αγκαλιά. Έτσι ετοιμαστήκαμε για το σχολείο και ξεκινήσαμε. Ακόμα και στο σχολείο κανείς δεν με πλησίαζε λες και ήμουν αόρατη, ένα φάντασμα. Στην τάξη καθόμουν στο τελευταίο σχεδόν θρανίο μιας και όλοι έβαζαν τις τσάντες τους ή κάποιον άλλο συμμαθητή μας να κάτσει. Κι ακόμα όταν κάποιο παιδί με πλησίαζε ήταν μόνο για να κερδίσει κάτι είτε από εργασίες ή για να αντιγράψει. Ευτυχώς όμως ήταν οι τελευταίες ημέρες του σχολείου κι ύστερα καλοκαίρι, μπάνια, παγωτά, ανεμελιά, παιχνίδια μέχρι το βράδυ. Η αλήθεια είναι όμως ότι δεν το χάρηκα ιδιαίτερα γιατί ο πατέρας μου ήθελε να πάμε στο χωριό του, σε ένα απομακρυσμένο χωριό ψηλά στο βουνό όπου δεν βλέπεις σχεδόν τίποτα. Εκεί κλειστήκαμε όλο το καλοκαίρι. Μα και πάλι όλα ήταν τα ίδια. Ίδια συμπεριφορά, ίδια όλα. Άρχισε πάλι να βρίζει να φωνάζει να γίνεται βίαιος, να βγαίνει έξω με γκόμενες και να μην γυρίζει σπίτι πριν μεσημεριάσει. Ώσπου μια μέρα ο κόμπος έφτασε στο χτένι. Δεν μπορούσε να το ανεχτεί άλλο η μητέρα μου και μια μέρα καθώς πήγε να βγει ο πατέρας μου από την πόρτα του φώναξε να μείνει γιατί ήθελε να συζητήσουν κάτι. Τοτε άρπαξε μια καρέκλα την γύρισε με πάταγο και κάθισε. Του είπε ότι δεν πήγαινε άλλο, ήθελε όλα να τελειώσουν, να βάλει τέλος σε αυτήν την παρωδία. Έμεινε λίγο στην αρχή, δεν ήξερε ότι είχε μαζέψει όλη την δύναμη, όλο το κουράγιο που διέθετε για να του το πει. Έπειτα από λίγο σηκώθηκε απότομα και της είπε ότι ούτε κι αυτός ήθελε να είναι με την μαζί της, ότι δεν άντεχε ούτε την μητέρα μου ούτε εμάς και χαιρόταν που θα έφευγε το βάρος από τους ώμους του. Μάζεψε τα πράγματά του ύστερα κι έφυγε. Από τότε δεν τον ξαναείδα ποτέ κι ας το ήθελα μερικές φορές.

Η Μάσκα (The mask)Where stories live. Discover now