Μια μέρα καθόμουν στο πάρκο και προσπαθούσα να συνθέσω ένα τραγούδι που θα περίγραφε αυτήν αυτά τα μάτια που λαμπύριζαν, αυτό το κορμί που λικνιζόταν στο ρυθμό της μουσικής. Καθώς σηκώθηκα να φύγω την είδα ξανά μπροστά μου. Αυτή κάθισε δίπλα μου χωρίς να με έχει προσέξει. Δάκρυα είχε στα μάτια της. Από ότι έμαθα αργότερα είχε δει το αγόρι της βασικά αυτόν που ήθελε με την καλύτερη της φίλη. Την κοίταξα και εκείνη με κοίταξε και μείναμε εκεί για πολλή ώρα μέχρι να χορτάσουν τα βλέμματα μας, να χορτάσει η λαχτάρα μας.
Τότε πήρα την πρωτοβουλία και της μίλησα. Της ψέλλισα τόσο σιγανά και τόσο μελωδικά ότι την θυμόμουν στο μαγαζί. Αυτή σάστησε και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη καθώς είχε μείνει άφωνη. Δεν πίστευε στα μάτια της, στα αυτιά της ότι με έβλεπε, ότι θα της μιλούσα και θα άκουγε την φωνή μου. Βρήκε ξανά την ανάσα της, την φωνή της και μου απάντησε<<Ναι είχα έρθει τις προάλλες. Μου άρεσαν πολύ τα τραγούδια σας και έτσι όπως τα τραγουδάτε με τόσο αγάπη πάθος και νόημα. Είναι σαν να τα ζείτε.>> <<Θα ήθελα πρώτα από όλα να μιλάμε στον ενικό. Και δεύτερον ναι είτε κάποιοι έχουν μέσα τους το υποκριτικό ταλέντο και άλλοι τα νιώθουν γιατί τα έχουν βιώσει.>> <<Και εσύ ποιο από τα δύο είσαι?>><<Εσύ ποιο πιστεύεις?>><<Το δεύτερο>> τότε πήγε πιο κοντά της και την φίλησε απαλά. Αυτή τα έχασε για άλλη μια φορά. Σηκώθηκε και πήγε να φύγει μα την σταμάτησα. <<Πες μου τουλάχιστον πως σε λένε>> <<Αλίκη>> κι έφυγε τρέχοντας, αφήνοντάς μου το τηλέφωνο της. Το πόσο χάρηκα δεν περιγραφόταν ούτε με λέξεις, ούτε με νοήματα, ούτε με τίποτα. Άρχισα να χοροπηδάω, να στριφογυρίζω και να τραγουδάω. Αυτή από την άλλη κουνούσε τα χέρια της σαν γροθιές λέγοντας ένα τεράστιο wow! Οι μέρες κυλούσαν ομαλά και για τους δυο μας καθώς πηγαίναμε σε μέρη που δεν υπήρχαν οι δημοσιογράφοι και ήμασταν μόνοι μας. Πηγαίναμε σε πάρκα, κοντά στην θάλασσα μάλιστα μια φορά την είχα πάει και για μαλλί της γριάς στο λούνα παρκ. Κάθε μέρα την ερωτευόμουν όλο και περισσότερο κι αυτή άρχισε να δείχνει σημάδια της αγάπης και του έρωτα της. Την έβλεπα να χαμογελάει και αυτό μου αρκούσε. Εκείνη την ημέρα στο λούνα παρκ κιόλας φιληθήκαμε. Φιλάει τόσο όμορφα και μυρίζει τόσο όμορφα σαν τριαντάφυλλο. Δεν χόρταινα να την φιλάω και να την μυρίζω. Την επόμενη μέρα πήγαμε για πικνικ εκεί μας ακολούθησαν δυστυχώς και οι δημοσιογράφοι και μας έβγαλαν φωτογραφίες χωρίς να το ξέρουμε και την άλλη μέρα ήμασταν το πρώτο θέμα παντού από περιοδικά μέχρι και σε εκπομπές. Εγώ ήθελα αυτή την σχέση να την προστατέψω μα δεν τα κατάφερα ούτε εκεί. Δεν ήθελα να κυνηγάνε και την Αλίκη όπου κι αν πήγαινε, ότι κι αν έκανε γιατί θα μεγαλοποιούσαν και το πιο μικρό πράγμα που θα έκανε. Πήγα σπίτι της ευτυχώς δεν με ακολούθησαν κι εκεί, την κοίταξα στα μάτια και της ζήτησα συγγνώμη. Φέρθηκα τόσο ανόητα. Την έμπλεξα σε κάτι που δύσκολα μπορείς να βγεις από εκεί. Είναι σαν ένας λαβύρινθος που δεν ξέρεις πότε ή πως θα βγεις. Τότε με κοίταξε στα μάτια και με φίλησε. Ήταν τόσο ήρεμη, τόσο νηφάλια και μου σήκωσε το κεφάλι που το είχα κατεβάσει. Μου είπε <<Μην στεναχωριέσαι. Το ξέραμε από την αρχή όλο αυτό, ξέραμε κι οι δύο τι θα συμβεί. Ήξερα που θα έμπλεκα και η αλήθεια είναι ότι δεν το έχω μετανιώσει καθόλου. Αγαπάω όλα τα στραβά και όλα τα θετικά σου.>> Τότε την αγκάλιασα, δεν περίμενα να μου μιλήσει έτσι, ούτε να αντιδράσει έτσι. Πραγματικά οι άνθρωποι σε εκπλήσσουν πάντα. Κοίταξε τελικά τι σου κάνει η αγάπη, ο έρωτας. Την επόμενη μέρα ξύπνησα στην αγκαλιά της. Κοιμόταν τόσο γλυκά που δεν ήθελα να την ξυπνήσω. Κατέβηκα κάτω. Της έφτιαξα ένα ωραίο πρωινό και πήδηξα στον κήπο του διπλανού σπιτιού κι έκλεψα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Τα έβαλα όλα σε ένα δίσκο κι ανέβηκα απάνω. Ακόμα κοιμόταν αλλά έπρεπε να την ξυπνήσω πριν κρυώσει ο καφές. Πήγα από πάνω της και της ψιθύρισα <<καλημέρα αγάπη μου>>. Χαμογέλασε και γύρισε να με κοιτάξει. Ακόμα κι έτσι ήταν πανέμορφη με τα έξαλλα μαλλιά της, τα αγουροξυπνημένα μάτια της. Το σπίτι είχε μυρίσει την μυρωδιά του καφέ. Άλλη μια όμορφη ηλιόλουστη μέρα ήταν μπροστά μας για να την περάσουμε όπως θέλαμε. Κι εγώ αυτό θα ήθελα αλλά δεν είχα πολύ χρόνο. Είχα να κάνω πρόβες για το βράδυ. Δεν ήξερα τι να κάνω. Γιατί ήμουν ανάμεσα στις δύο αγάπες μου το τραγούδι και την κοπέλα μου. Όχι ότι με πίεζε αλλά ένιωθα ότι δεν της αφιέρωνα πολύ χρόνο. Φοβόμουν ότι κάποια στιγμή θα εκδηλωνόταν και ίσως και να με χώριζε. Όμως κι αυτή είχε σκληρό πρόγραμμα στο σχολείο και κάποια φροντιστήρια. Αλλά πάντα βρίσκαμε χρόνο για μας έστω και στο ελάχιστο. Για φαγητό, για φιλιά, αγκαλιές, ερωτικά λόγια, έρωτα και το πιο όμορφο ήταν να ακούω πάντα σε αγαπάω. Τι πιο όμορφο από αυτό? Όσο προχωρούσε η σχέση μας τόσο δενόμασταν περισσότερο. Ένα βράδυ είχε έρθει στο μαγαζί που δούλευα Σάββατο βράδυ αν θυμάμαι καλά. Ήμουν πολύ νευριασμένος. Εγώ έκανα πρόβες όλη την εβδομάδα για να της κάνω πρόταση γάμου. Ήθελα να την έχω για πάντα δίπλα μου, κοντά μου κι ας μην είχαμε την πολυτέλεια του χρόνου. Ήθελα να είμαστε και επισήμως ένα. Εκείνο το καταραμένο Σάββατο έφυγε. Έφυγε για πάντα. Την είχα δει την προηγούμενη μέρα καθώς πήγαινα να της πάρω δαχτυλίδι λίγο πιο έξω από το νοσοκομείο με κάποιον να αγκαλιάζεται. Πάτησα γκάζι και δεν ξέρω κι εγώ πως έφτασα στο μαγαζί. Άρχισα να γκρεμίζω ότι έβρισκα μπροστά μου. Όπως και αυτή μου γκρέμισε τον κόσμο μου ή μάλλον έτσι πίστευα. Δεν της απάντησα στις κλήσεις της. Εγώ για ποιον τα έκανα όλα? Για αυτήν κι αυτή νόμιζα πως με πρόδωσε. Τι ηλίθιος, τι βλάκας που ήμουν! Πως μπόρεσα να το πιστέψω έστω και για μια στιγμή! Δεν μου είχε δώσει ποτέ δικαιώματα. Έκλαψα εκείνο το βράδυ και ήπια. Όταν απόκαμα, αποκοιμήθηκα. Ήρθε το Σάββατο. Είχα πάρει την απόφαση μου. Θα το τελείωνα όσο κι αν με πονούσε, όσο κι αν ένιωθα να μου τραβάνε την καρδιά μου, να την τσαλακώνουν και να την πετάνε στα σκουπίδια. Έπρεπε να αντέξω. Έπρεπε να προχωρήσω. Ήρθε. Ήταν πολλή χαρούμενη λες και δεν έτρεχε τίποτα. Ήρθε και πήγε να με φιλήσει μα εγώ μηχανικά τραβήχτηκα. Με κοίταξε παραξενεμένη και με ρώτησε τι έχω. Δεν ήξερα πως να της το πω. Δεν έβγαιναν τα λόγια. Ένιωθα τόσο πόνο, τόσο θυμό. Της είπα: <<Πόσους θέλεις στην ζωή σου? Γιατί με κορόιδεψες? Γιατί αφού δεν με ήθελες με μάγεψες και τώρα με κάνεις να πονάω, να καίγομαι?>>. Αυτή με κοίταξε κλαίγοντας. Μου είπε: <<Είσαι βλάκας>> και έφυγε τρέχοντας. Έτρεξα από πίσω της μα ήταν αργά όταν της φώναξα "Πρόσεξε!" Την χτύπησε, την παράτησε κι έφυγε. Έτρεξα όσο μπορούσα πιο γρήγορα... Με κοιτούσε για λίγο και ύστερα έκλεισε τα μάτια της. Κάτι πήγε να μου πει μα δεν πρόλαβε. Το χέρι της το ένα ήταν πάνω μου και το άλλο πάνω στην κοιλιά της. Ακούστηκαν σειρήνες και πιο δίπλα κατέφτασαν δημοσιογράφοι. Το μυαλό μου ήταν ζαλισμένο, δεν άκουγα τίποτα. Ένιωθα λες και ήταν ένας εφιάλτης και θα ξυπνούσα. Δεν μπορώ να το περιγράψω ακόμα και τώρα που τα σκέφτομαι ανατριχιάζω, κόβεται η ανάσα μου. Μπήκα μέσα στο ασθενοφόρο μαζί της και της κρατούσα το χέρι. Την ακουμπούσα όπως την πρώτη φορά απαλά και στοργικά. Όταν φτάσαμε οι γιατροί ήταν ήδη στην είσοδο και την πήγαν μέσα στο χειρουργείο. Ύστερα από λίγη ώρα βγήκαν και μου είπαν <<Λυπόμαστε πολύ. Δυστυχώς και η σύζυγός σας αλλά και το έμβρυο κατέληξαν>> Ήμουν σοκαρισμένος. Ήταν έγκυος? Δηλαδή έχασα... έχασα και τους δύο τους? Και για όλα φταίω εγώ? Δηλαδή τους σκότωσα. Οδήγησα δύο πλάσματα στον θάνατο. Τι έκανα? Πως μπόρεσα να φανώ τόσο ηλίθιος? Γιατί δεν την άκουσα? Έτρεξα γρήγορα μέσα στο νεκροτομείο όπου την είχαν. Άρχισα να την κουνάω, να την φιλάω, να πιάνω την κοιλιά της, να της φωνάζω να ξυπνήσει και ότι την αγαπάω πολύ και της ζητάω συγγνώμη. Δάκρυα την έβρεχαν αλλά και πάλι... τίποτα! Ένας άνθρωπος ήρθε και μου είπε ότι έπρεπε να φύγω. Εγώ τον έσπρωξα και του είπα ότι δεν το κουνάω από εκεί. Τους είπα ότι θα ξυπνήσει και ότι έπρεπε να περιμένω να της εξηγήσω όταν ανοίξει τα μάτια της να με δει να μην φοβηθεί. Τότε με άφησε με δάκρυα στα μάτια και βγήκε έξω κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Δεν μπορούσα να το συνηδειτοποιήσω. Δεν το χωρούσε ο νους μου. Αλλά κατάλαβα ότι δεν θα την έβλεπα πια. Μάλλον μετά αποκοιμήθηκα και ξύπνησα από κάτι φωνές. Σηκώθηκα, την φίλησα για τελευταία φορά κι έκανα να φύγω. Οι φωνές που ακούστηκαν ήταν η φίλη της και οι γονείς της. Εγώ ντρεπόμουν τόσο πολύ που κρύφτηκα και μόλις μπήκαν μέσα για να δουν το κοριτσάκι τους εγώ έφυγα. Άκουγα τις κραυγές πόνου και ενός γιατί που τους έτρωγε τα σωθικά τους. Όταν η κηδεία τελέστηκε την επόμενη μέρα, πήγα πολύ νωρίς στην εκκλησία να την δω. Όμως δεν ήθελα να με δουν οπότε μπήκα στα κρυφά. Της έπιασα το χέρι. Παγωμένο... κρύο... Φορούσε ένα άσπρο φόρεμα με δαντέλα και κεντήματα. Τα μαλλιά της με ένα κότσο στο πλάι και βαμμένη τόσο όσο με ένα ροζ κραγιόν και σομόν σκιά. Έμοιαζε τόσο ήρεμη, γαλήνια σαν να κοιμόταν και ένα χαμόγελο λες κι έβλεπε τα πιο γλυκά, φανταχτερά, αστεία και παιχνιδιάρικα όνειρα. Την κοιτούσα και δεν μου πήγαινε η καρδιά, δεν μπορούσα να την αφήσω. Τη φίλησα, της ζήτησα συγγνώμη κι έφυγα. Είναι το πιο δύσκολο πράγμα που έχω κάνει ποτέ. Αλήθεια. Όταν την έθαψαν ήμουν κρυμμένος και εξαφανίστηκε το προσωπάκι της, το σωματακι της, το χαμόγελο της, η ζωηρότητα της. Άκουσα λοιπόν κάτι ψιθύρους από το οικογενειακό της περιβάλλον να λένε ότι εγώ γιατί δεν πήγα στην κηδεία κι ότι δεν με ένοιαξε ποτέ αυτή, ότι ήμουν σνομπ, ότι μόνο τα λεφτά και η φήμη με ενδιέφεραν. Ότι όλοι οι διάσημοι έτσι κάνουν αλλάζουν τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα. Η μητέρα της είχε λιποθυμήσει και έτρεξαν όλοι δίπλα της. Ύστερα έφυγαν. Εγώ όμως έμεινα. Έμεινα να την κοιτάζω κι ύστερα έφυγα. Ήρθα σπίτι μου. Κατέβασα όλα τα μπουκάλια που είχα μπροστά μου δίχως να με νοιάζει τίποτα. Απλώς ήθελα να ξεχάσω. Να ξεχάσω το βλέμμα της που μου στοίχειωνε το μυαλό. Μάταιος κόπος όμως. Κοιμήθηκα κι ύστερα... κενό! Ένα μεγάλο ανεξήγητο κενό... Η ζωή μου δεν υπήρχε πια. Πήγαινα παντού σαν χαμένος κι ας έλεγαν ότι δεν μου καιγόταν καρφάκι που έφυγε η αγάπη μου κι ότι συνέχιζα την ζωή μου. Καιγόμουν κάθε μέρα, όλο και πιο πολύ βασανίστηκα τόσο πολύ.... Δεν αντέχεται αυτός ο πόνος, αυτό το κάψιμο που με τίποτα δεν περνούσε αντιθέτως όλο κι αυξανόταν. Τι ήθελε όμως και τα αναπολούσε? Για να εμφανιστεί η πληγή? Γιατί την έξυνε? Γιατί το έκανε αυτό για να την ανοίξει ξανά και να πονάει? Καλά δεν ήταν τόσο καιρό? Δεν το είχε ξεχάσει ούτε θα το ξέχναγε ποτέ ούτε τον πόνο ούτε αυτήν. Ήταν καλύτερα όταν ήταν μουδιασμένος. Μα αυτή η κοπέλα τι του είχε κάνει και έβγαιναν πάλι τα συναισθήματα του στην φόρα? Μα δεν μπορούσε κιόλας να τα αντιστρέψει. Ίσως ήταν ότι και αυτή η κοπέλα σε παρόμοια κατάσταση. Ήθελε να πάει να την ξαναδεί δεν μπορούσε να κρατηθεί μακριά της. Μετά από τόσο καιρό...
YOU ARE READING
Η Μάσκα (The mask)
RomanceΈνας τραγουδιστής, μια κοπέλα που δεν έχουν κανένα κοινό. Κι όμως... μπορεί να τους συνδέουν πολλά πράγματα... Η ζωή μπορεί να παίζει σκληρά παιχνίδια, απώλειες όμως μπορεί και με τα μαγικά της να σου γνωρίσει τον έρωτα... Μια μάσκα για να μην φαίνε...