Η Μάσκα (5)

24 6 1
                                    


Έφτασε όσο πιο γρήγορα μπορούσε να την δει έστω κι αν δεν έβλεπε και τίποτα... Όμως την φανταζόταν. Σίγουρα θα ήταν ένας όμορφος άγγελος, γιατί μόνο οι άγγελοι μαρτυρούν για χάρη της αγάπης... Τότε ήρθε και κάθισε δίπλα του η μητέρα μου. Αυτός σαστισε γιατί ήξερε πως τα βράδια δεν έχει κανέναν πέρα από το προσωπικό του νοσοκομείου. Η μητέρα μου του έπιασε το χέρι κι άρχισε να του μιλάει.
<<Σε έχω δει πολλές φορές που έρχεσαι εδώ και κάνεις παρέα στην κορούλα μου. Πρώτα απ'όλα θα ήθελα να σε ευχαριστήσω πολύ για όλα. Δεν ξέρω για ποιο λόγο κάθεσαι εδώ και κάνεις παρέα στην κόρη μου όμως σε ευχαριστώ. Φαίνεσαι κι εσύ ότι έχεις περάσει μεγάλη στενοχώρια. Είσαι πολύ καλός άνθρωπος. Έχει περάσει πάρα πολλά και όλα αυτά εξ αιτίας μου. Έπρεπε να είχαμε φύγει πιο νωρίς. Όλες αυτές οι σκέψεις οι στεναχώριες την οδήγησαν εδώ. Πιο παλιά ήταν η χαρά του σπιτιού. Μέσα στην τρέλα στην ανεμελιά ας πούμε ήταν ο κλόουν του σπιτιού με την καλή έννοια και όταν τραγουδούσε ήταν το βάλσαμο της ψυχής, της καρδιάς μου. Είναι η άνοιξη του σπιτιού. Αυτή έφερνε την χαρά, την αισιοδοξία της μέσα από τα αστεία της, και το τραγούδι της. >>  Άρχισε να κλαίει κι αυτός την πήρε αγκαλιά. Είχε αρχίσει να χτυπά τόσο δυνατά η καρδιά του και δεν ήξερε από πού ήταν. Βλέπεις είχε καιρό να νιώσει τόσο έντονα που δεν ήξερε, δεν θυμόταν, ίσως τα μπέρδευε τα συναισθήματα του. Δεν ξέρει αν ένιωθα έρωτα, αγάπη για αυτήν την κοπέλα, μίσος ή θυμό για αυτόν που της τα προκάλεσε όλα. Ήταν λες και η καρδιά του θα ξέσκιζε τα σωθικά του τα ρούχα του για να βγει έξω. Τόσο δυνατά την άκουγε να χτυπάει και ένιωσε μια χαρά μια ανακούφιση αλλά κι έναν τρόμο, φόβο για το τι θα ακολουθούσε παρακάτω. Όταν άκουσε ιδιαίτερα την λέξη ''καλός" του χτύπησε σαν καμπανάκι μέσα του. <<Εγώ; Καλός;>> είχε απορήσει κι αυτός με αυτή την λέξη.
Η μητέρα μου σαν να τον κατάλαβε και του είπε:<<Μην απορείς παιδί μου. Ξέρω ότι έχουν πει για σένα τόσα πράγματα αλλά πιστεύω, βλέπω ότι τίποτα από αυτά που ακούστηκαν δεν αληθεύει. Έχεις αγνή και καλή καρδιά. Λίγα άτομα ή και καθόλου θα κάθονταν εδώ περιμένοντας να συνέλθει μια άγνωστη. Λίγοι θα έδιναν αίμα στον διπλανό του. Ελπίζω να ξυπνήσει σύντομα για να της πω ότι την έσωσες. Πάντα μου έλεγε πόσο λάτρευε τα τραγούδια σου, πόσο πολύ ήθελε να σε γνωρίσει. Πάντα μιλούσε για εσένα και ότι δεν πίστεψε ποτέ αυτά που έλεγαν για εσένα. Πάντα έβρισκε σε όλους κάτι θετικό μέσα από τα αρνητικά των χαρακτήρων μας. Μου έλεγε όλα αυτά που λένε για τον Χρήστο δεν τα πιστεύω. Δεν ξέρω γιατί αλλά μέσα μου έλεγε κάτι μου φωνάζει ότι την αγαπούσε πολύ ότι σίγουρα θα πονούσε πολύ. Κι εγώ της έλεγα μην είσαι τόσο αθώα δεν ξέρεις τι κρύβει ο καθένας. Πόσο δίκιο είχε τελικά κι εγώ πόσο άδικο. Σου ζητώ συγγνώμη αν τυχόν σε πείραξαν τα λόγια μου!!>> <<Θα ήθελα να μην της πείτε ότι εγώ ήμουν εδώ, ότι εγώ έδωσα αίμα. Δεν θέλω να ξέρει. Χαίρομαι πραγματικά που ξέρω ότι κάποιος και μάλιστα χωρίς να με ξέρει με υπερασπίστηκε αλλά δεν θέλω να το γνωρίζει.>> Από την μια ήθελε σαν τρελός να την γνωρίσει αλλά από την άλλη κάτι τον φρέναρε. Και αυτό ήταν ο φόβος. Όχι όμως οποιοσδήποτε φόβος,  αλλά ο φόβος μην την ερωτευτεί αν και δεν το αποδεχόταν ότι την είχε ερωτευτεί παράφορα. Ούτε στον ίδιο του τον εαυτό δεν το παραδεχόταν.  Είχε νιώσει τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα και ας μην την είχε δει. Δεν ήθελε όμως να γίνει πάλι κάτι κακό. Η ζωή δεν του φέρθηκε με τον καλύτερο τρόπο. Δεν ήθελε πάλι να την πληρώσει κάποιος. Συνήθως την πλήρωναν οι αγαπημένοι του και συγκεκριμένα η κοπέλα του μαζί με το αγέννητο βρέφος. Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε και η γιατρός αλαφιασμένη. Σηκώθηκαν και οι δύο. <<Γιατρέ τι έγινε; Έπαθε κάτι η κόρη μου;>> Η γιατρός προσπαθούσε να βρει την ανάσα της.  <<Ηρεμήστε, ηρεμήστε. Τα νέα είναι καλά. Η κόρη σας μόλις ξύπνησε..." Η μητέρα μου άρχισε να αγκαλιάζει όλο το νοσοκομείο. Αρχικά αγκάλιασε τον Χρήστο,τον τραγουδιστή, ύστερα την γιατρό και γενικά άρχισε να ζητοκραυγάζει σαν να είχε αναστηθεί κάποιος. Όχι ότι είχε άδικο φυσικά. Είχε γυρίσει από τους νεκρούς. Από τον κόσμο των αγγέλων. Και ήταν πάλι εδώ. Μαζί με τους ζωντανούς για να εκπληρώσει αυτά που δεν έκανε. Η ζωή της έδινε μια δεύτερη ευκαιρία για να χαρεί, να χαμογελάσει ξανά. Της άξιζε. Από την άλλη ο τραγουδιστής έφυγε με αργά και σταθερά βήματα. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και αυτή την φορά ήταν από χαρά. Ήταν ένα απερίγραπτο συναίσθημα. Χάρηκε με την χαρά τους. Χάρηκε που έζησε αυτή η κοπέλα. Αν και ήθελε να την δει, δεν τολμούσε. Η μητέρα της έτρεξε κοντά της. Ήταν χλωμή μα το χαμόγελο δεν έλειπε από το πρόσωπο της. Τα μάτια της ήταν κλειστά το μόνο που ψέλλισε πριν ξανακοιμηθεί ήταν <<Μαμά είμαι καλά!!>>.

Η Μάσκα (The mask)Where stories live. Discover now