Η γιατρός της είπε ότι όλα ήταν σταθερά ότι ίσως και να ξυπνούσα κάποια μέρα. Η μητέρα ξέσπασε για άλλη μια φορά και της είπε ποια θα ήταν αυτή η μέρα. Δεν άντεχε να με βλέπει έτσι, σε αυτή την θέση. Ήθελε να με βλέπει όπως παλιά, ανέμελη και ξέγνοιαστη σαν τον άνεμο ή σαν το σύννεφο που πηγαίνει από δω κι από κει χωρίς να το νοιάζει ο προορισμός. Η γιατρός την καθησύχασε λέγοντας ότι όλα θα φτιάξουν κι ότι ήταν σίγουρη ότι θα ξυπνούσα απλώς χρειαζόταν υπομονή. Η μητέρα μου έφυγε όχι πως την ηρέμησε, απλώς ήθελε να πάρει καθαρό αέρα. Πνιγόταν εκεί! Πώς μπορούσε να μην ξυπνάει η κόρη της σκεφτόταν. Εκεί σε αυτό το <<κελί>> ήταν αποπνικτικά, χωρίς οξυγόνο, χωρίς ζωή. Ένα άψυχο δωμάτιο που σου μαύριζε την ψυχή. Έπειτα ήρθε το βράδυ και ήρθε πάλι αυτός. Αυτή την φορά μου είπε ότι του θυμίζω έτσι όπως είμαι τα παραμύθια, τις πριγκίπισσες που περίμεναν τον πρίγκιπα να πάει να τις φιλήσει για να ξυπνήσουν όπως την Χιονάτη και την Αυγή. Ύστερα σιώπησε και βάλθηκε να κοιτάζει από το παράθυρο για να με παρατηρήσει μπας και δει τίποτα περισσότερο, να δει αυτό το πρόσωπο που άρχισε να τον αλλάζει. Τι είχε αυτό το κορίτσι έλεγε που ούτε με γνώριζε, ούτε με είχε δει να αρχίζει να τον αλλάζει πάλι από εκεί που ήταν ψιλομυτης με κανένα ίχνος ευαισθησίας. Δεν ήταν όμως έτσι παλιά μέχρι που... έγινε το ατύχημα! Από τότε για να μην πληγωθεί αποφάσισε να γίνει σκληρός και να μην αφεθεί ποτέ. Όμως ήταν σαν το τριαντάφυλλο. Απ' έξω με αγκάθια, αιχμηρός σαν το μαχαίρι, αλλά από μέσα τόσο όμορφος, όσο μυρίζει ένα τριαντάφυλλο. Φοβόταν μην τον τυφλώσει πάλι η ζήλεια του δεν ήθελε να χαθεί ξανά κάποιος και μάλιστα εξαιτίας του. Είχε κλειδώσει όλα τα συναισθήματα σε ένα κουτί και το είχε πετάξει το κλειδί μα τώρα λες κι εγώ, αυτή, η άγνωστη κοπέλα, βρήκα το κλειδί και άνοιξα το κουτί τον ασκό του Αιόλου και ξεχύθηκαν τα συναισθήματα ξανά, αυτά που ήταν ξεχασμένα, η λύπη, η χαρά ήρθαν ξανά και η αιτία ήμουν εγώ που τον γέμισα ξανά με τα πιο όμορφα χρώματα. Κόκκινο μπλε πράσινο κίτρινο...
Σήμερα μάλιστα είχα τα γενέθλιά μου. Εκείνη την μέρα την θυμόμουν καλά... Ξυπνούσα το πρωί και έβλεπα τα βλέμματα της μαμάς και των αδερφών μου. Ήταν τόσο χαρούμενες και ερχόντουσαν κατά πάνω μου για αγκαλιές και φιλιά. Εκείνη την μέρα μου έκαναν όλα τα χατίρια και δεν με άφηναν στιγμή μόνη. Μα σήμερα ήταν σαν να κοιμόμουν και όσο και να ήθελαν να ξυπνήσω να μην μπορούσα, κάτι δεν με άφηνε να ανοίξω τα μάτια και να πω σας αγαπώ πολύ κι ότι όλο αυτό ήταν μια κακόγουστη φάρσα...
Ήρθε και η μέρα των γενεθλίων μου. Άλλες μέρες θα έτρεχα μαζί με την μαμά μου στο ζαχαροπλαστείο να διαλέξω την αγαπημένη μου τούρτα κεράσι-μπανάνα. Έτρεχα σαν την τρελή στους δρόμους ζητωκραυγάζοντας από χαρά, ευτυχία, ενθουσιασμό όχι επειδή μεγάλωνα αλλά επειδή χαιρόμουν την κάθε στιγμή της ζωής μου, κάθε μικρή γεύση χαράς πρέπει να την γευόμαστε γιατί υπάρχουν πιο πολλές δόσεις δυστυχίας από ότι ευτυχίας για αυτό πρέπει να ρουφάμε την κάθε στιγμή της χαράς και της αισιοδοξίας για να προχωράμε παρακάτω. Αυτός ήταν σπίτι του από την άλλη και δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του καθώς κοιτούσε την κοπέλα του που έχασε για πάντα μαζί και το μωρό που είχε αρχίσει να δημιουργείται και να σχηματίζεται μέσα στην κοιλιά της. Μακάρι να γύριζε ο χρόνος πίσω, μακάρι να υπήρχε μία μηχανή ή τουλάχιστον ένα κουμπί να γύριζε στο παρελθόν ή να υπήρχε ένα delete να διαγράψει από την μνήμη του ότι τον πονάει. Έχουν περάσει ήδη 2 χρόνια και δεν μπορεί να το ξεχάσει δεν μπορεί να το χωνέψει πως έγινε κάτι τέτοιο, πως επέτρεψε στον εαυτό του να της φερθεί έτσι χωρίς καν να ακούσει τι θα πει. Ούτε στην κηδεία της πήγε. Ένιωθε τέτοια ντροπή. Πώς θα τους αντίκριζε? Τι θα τους έλεγε πώς θα τους κοιτούσε στα μάτια? Πολλοί πίσω από την πλάτη του έλεγαν διάφορα τέρατα επειδή δεν πήγε. Έλεγαν ότι τώρα είχε ψωνιστεί, ότι ήταν αφ'υψηλού και δεν τον ένοιαζε ο χαμός της κοπέλας του κι ότι μάλιστα δεν την αγάπησε ποτέ. Όχι όμως δεν ήταν έτσι. Είχε πάει και στην κηδεία αλλά είχε κρυφτεί και κάθε μέρα πήγαινε και της μιλούσε και της άφηνε λουλούδια. Κάθε μέρα της ζητούσε συγγνώμη. Ποτέ του δεν είχε πέσει με τα μούτρα όπως με την Αλίκη. Ήταν όλος ο κόσμος του δεν είχε μάτια για άλλη κι ας τον περιτριγύριζαν πολλές θαυμάστριες του. Έτσι είναι φυσικά όταν αγαπάς έχεις βάλει παρωπίδες δεν κοιτάς πουθενά αλλού πέρα από τα μάτια του άλλου. Ζεις σε ένα κόσμο παραμυθένιο και δεν κοιτάς τα προβλήματα απ' έξω από αυτόν τον γυάλινο κόσμο. Κι όταν πλησιάζουν τα πρώτα προβλήματα προσγειώνεσαι απότομα στην γη, άτσαλα ενώ στην αρχή λες ότι κι αν συμβεί θα το αντιμετωπίσουμε, ύστερα λες μα πως, γιατί δεν το περίμενα. Έκλεισε τα μάτια του και ταξίδεψε στις πρώτες μέρες που την πρωτοείδε στο μαγαζί. Αλίκη την έλεγαν όπως αργότερα έμαθε. Ήταν δασκάλα και είχε βγει με την παρέα της για ένα ποτό. Την είδε που χόρευε ένα κομμάτι που τραγουδούσε να δεις πως το έλεγαν <<Πιο δυνατά>> Εκείνη την στιγμή που λέω ''θα μαστε μαζί μέχρι το πρωί'' την κοιτάζω και με κοιτάζει. Τα βλέμματα κλείδωσαν. Δεν υπάρχει επιστροφή. Ήμουν ερωτευμένος! Προσπαθούσα να κοιτάξω αλλού αλλά δεν μπορούσα! Ήθελα να την κοιτάζω να την παρατηρώ. Κι αυτή όμως δεν πήγαινε πίσω με κοιτούσε μα μόλις την κοίταζα έσκυβε το κεφάλι της μάλλον από ντροπή. Πλησίασα κοντά της και συνέχιζα να τραγουδάω και της χάρισα ένα γαρύφαλλο κι ύστερα επέστρεψα στην θέση μου. Μαγική βραδιά για εμένα αλλά και για αυτήν. Την ώρα που την είδα να φεύγει με είχε πιάσει ένας κόμπος στο στομάχι. Δεν έβγαινε η φωνή μου. Μα κι αυτή κάθε τόσο γύριζε το πρόσωπο της να με κοιτάξει λες και ήθελε να με αποτυπώσει στην μνήμη της να ήθελε να με χορτάσει λίγο πριν να μην με ξαναδεί. Έφυγε αυτό ήταν! Έπρεπε οπωσδήποτε να την ξαναδώ να ξαναδώ αυτά τα φλογερά τα μάτια που μου έκαιγαν τα σωθικά. Ολάκερες μέρες έψαχνα μέσα στο πλήθος μήπως την δω έψαξα να μάθω κάτι έστω και το παραμικρό μέσα από τα social media ή από το μαγαζί αλλά... τίποτα!
YOU ARE READING
Η Μάσκα (The mask)
RomanceΈνας τραγουδιστής, μια κοπέλα που δεν έχουν κανένα κοινό. Κι όμως... μπορεί να τους συνδέουν πολλά πράγματα... Η ζωή μπορεί να παίζει σκληρά παιχνίδια, απώλειες όμως μπορεί και με τα μαγικά της να σου γνωρίσει τον έρωτα... Μια μάσκα για να μην φαίνε...