Η Μάσκα (2)

40 6 1
                                    

Ήταν μια βροχερή μέρα του Σεπτέμβρη κοντοζύγωναν τα γενέθλια μου και ήμουν μέσα στην χαρά όχι τόσο για την τούρτα αλλά για την αγάπη και τα χάδια που θα μου έκαναν. Εκείνη την μέρα ένιωθα ιδιαίτερα λες και ήμουν στο κέντρο του κόσμου, λες και με αγαπούσαν όλοι. Καθώς προχωρούσα στο πρόσωπο μου είχε αποτυπωθεί το πιο όμορφο χαμόγελο που υπάρχει στον κόσμο το πιο αθώο, το πιο αληθινό. Το φανάρι ήταν κόκκινο. Είχε σταματήσει για την ώρα να βρέχει καταρρακτωδώς απλώς μόνο ψιχάλιζε. Κρατούσα στα χέρια μου μία όμορφη, κόκκινη, φλοραλ ομπρέλα. Εκείνη την ώρα γυρνούσα από το σχολείο. Πήγα να περάσω απέναντι και τότε εμφανίστηκε ένα αυτοκίνητο με ιλιγγιώδη ταχύτητα και έπεσε πάνω μου.
Τότε ένιωσα σαν να πέφτω σε ένα πηγάδι, ένιωσα το σώμα μου τόσο βαρύ σαν φορτίο, ένιωθα σαν να στροβιλιζόμουν και να γύριζουν όλα γύρω μου. Όλα σκοτείνιασαν γύρω μου, το μόνο που θυμόμουν πριν κλείσω τα μάτια μου ήταν ο βροχερός, μουντός ουρανός και κάποιες φωνές να φωνάζουν άλλες φοβισμένες άλλες νευριασμένες κι άλλες κλαμμένες.   Έκλεισαν τα μάτια μου....
Όταν ειδοποίησαν την μαμά μου, έχασε την γη κάτω από τα πόδια της. Της έπεσε το κινητό κάτω. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι μία ακόμα συμφορά συνέβη στο σπιτικό της. Μάταια φώναζε, έκλαιγε, ο χρόνος δεν γυρνούσε πίσω. Ετοιμάστηκε να πάει στο νοσοκομείο όταν μπήκαν στο σπίτι οι δύο αδερφές μου.
Τι ρώτησαν τι συμβαίνει όμως ήταν τόσο μα τόσο σοκαρισμένη, που το μόνο που ψέλλισε ήταν <<χάνω το παιδί μου, όχι θα ξυπνήσω ένας εφιάλτης είναι, δεν μπορεί να είναι αλήθεια...>> Η μεγαλύτερη αδελφή μου ταρακούνησε την μητέρα μου και την ξαναρώτησε τι συνέβη. Τότε ήταν λες και συνήλθε. <<Φεύγω, χάνω το κορίτσι μου>> είπε και πήρε το μπουφάν της κι έφυγε. Πίσω της έτρεξαν και οι δύο αδερφές μου αμίλητες.
Ήμουν στο νοσοκομείο γύρω μου γιατροί που έτρεχαν πανικόβλητοι για ακτινογραφίες και να με βάλουν στο χειρουργείο... Ήταν δύσκολη κατάσταση. Πάνω μου πολλά μηχανήματα, εργαλεία, πιο δίπλα και πάνω μου οι γιατροί  να φωνάζουν και να λένε πως επειγόντως χρειάζονταν αίμα. Η νοσοκόμα βγήκε έξω για να δει αν υπάρχει αυτό το αίμα και η μητέρα μου ήταν έξω αγωνιώντας, τρέμοντας κάθε στιγμή και λεπτό μήπως δεν άντεχα, εγώ, το κοριτσάκι της, έτσι με έλεγε πάντα, που είχα (τόσα) όνειρα ήμουν ακόμα τόσο νέα. Η νοσοκόμα της ζήτησε να δώσει αίμα και αυτή και οι αδερφές μου. Περίμεναν αλλά διαπιστώθηκε ότι δεν είχαν την ίδια ομάδα αίματος με εμένα. Απογοητεύτηκαν όμως εκείνη την ώρα περνούσε από εκεί δίπλα τους ο πιο διάσημος τραγουδιστής και άκουσε  το σπαραγμό και τον πόνο της μάνας.
Πλησίασε τότε την μητέρα μου και την πήρε αγκαλιά. Η μητέρα μου μπορώ να πω όπως και οι αδερφές μου σάστισαν. Ρώτησε τι συνέβη και η μάνα μου με λυγμούς του απάντησε ότι χρειαζόταν η κόρη της η μικρότερη αίμα. Αίμα είναι ένα κινητήριο υγρό μια κινητήρια δύναμη για να ζήσεις, να περπατήσεις, να χορέψεις, να δεις....
Τότε πήγε στην νοσοκόμα και είπε ότι ήθελε να τους βοηθήσει και η νοσοκόμα τον οδήγησε στον θάλαμο και έδωσε αίμα και τότε με πήγαν στο χειρουργείο. Ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα αλλά όχι και ακατόρθωτα. Ένα πολύωρο ταξίδι ξεκινάει που δεν ξέρεις πότε θα σταματήσεις, πόση ώρα θα σου πάρει έτσι ήταν και το χειρουργείο πολύωρο και δύσκολο. Πολλές φορές πήγα να "κατέβω" αλλά το μετάνιωνα και γύριζα πίσω. Όλα μουντά γύρω μου εκτός από αυτό το φως που φώτιζε λίγο, αυτό το ονόμασα αργότερα ελπίδα, γιατί ενώ βρίσκεσαι μέσα στο σκοτάδι υπάρχει κι ένα ψήγμα φωτός η ελπίδα που κρατιέσαι από αυτήν και παλεύεις με αυτήν σύμμαχο σου. Άλλες φορές βγαίνεις νικητής κι άλλοτε χαμένος.
Τότε διαπιστώθηκε ότι ταίριαζαν τα αίματα μας σαν δυο σταγόνες νερό. Θα μπορούσε να πει κανείς πως πρώτη φορά στην ζωή του αυτός ένιωσε τόση λύπη, τόση στεναχώρια αλλά και χαρά όχι για αυτό που είχε συμβεί στην κοπέλα αλλά που φάνηκε χρήσιμος έστω και κάπου, για πρώτη φορά στην ζωή του.
Ώρες ατελείωτες,η αναμονή και ο φόβος στα ύψη, λες και είχε κολλήσει η ώρα και δεν κυλούσε.
Αυτός ήταν ψηλός με μαύρα μαλλιά και μάτια με λίγα γένια με καθημερινά ρούχα όπως όλος ο κόσμος το μόνο κακό που είχε ήταν ότι παντού τον ακολουθούσαν οι δημοσιογράφοι.
Είχαν περάσει οι ώρες ώσπου άνοιξε η πόρτα. Η γιατρός βγήκε με ένα λυπημένο βλέμμα αλλά με μία δόση ελπίδας  που δεν καταλάβαινες τι πραγματικά θα σου έλεγε ή τι πραγματικά θα ήθελες να ακούσεις. Φοβόσουν... Κρύος ιδρώτας είχε λούσει την οικογένεια μου. Η μητέρα μου την βομβάρδισε με ερωτήσεις, αν θα ζήσω, αν είμαι καλά, αν θα μπορέσω να κάνω αυτά που ήθελα, να γιορτάσω τα γενέθλιά μου.
Η γιατρός ήταν ανήσυχη δεν ήξερε πώς να της το πει. Της είπε ότι είχα σωθεί αλλά δεν ήξερε αν θα ζούσα μιας και είχα πέσει σε κώμα και δεν ήξερε αν θα συνερχόμουν ποτέ. Η μητέρα μου γονάτισε, λύγισε και ξέσπασε σε κλάματα για άλλη μία φορά. Εκεί κοντά ήταν κι αυτός. Δεν ξέρω γιατί το έκανε αυτό, αλλά ήταν εκεί λες και είχε πάρει προσωπικά την υπόθεση ή λες και ήταν η δική του οικογένεια. Με μετέφεραν στην εντατική. Έχετε νιώσει ποτέ μία ενέργεια έναν ηλεκτρισμό έστω και από μακριά? Έτσι ένιωσα κι εγώ εκείνη την νύχτα και κάθε νύχτα όταν ερχόταν αυτός στο τζάμι και με κοίταζε. Δεν μπορούσε να δει το πρόσωπο μου μα ήταν σαν να με γνώριζε καιρό, πολύ καιρό ακόμα και πριν γεννηθούμε. Η ζωή άρχισε και πάλι να κυλάει με γοργούς ρυθμούς αλλά για το σπιτικό μας με αργούς. Άρχισαν να ξαναπάνε στο σχολείο οι αδερφές μου και η μητέρα μου στην δουλειά όχι όμως όπως πριν με κέφι, χαρά και αισιοδοξία. Είχε σβηστεί το χαμόγελο από τα χείλη τους. Μα όμως και η ζωή του τραγουδιστή είχε μείνει στάσιμη. Έφευγε από το νοσοκομείο ξημερώματα για να μην τον δουν, για να μην δουν τον πόνο, την θλίψη του. Φανταζόταν πως θα ήμουν, μου έλεγε ιστορίες και πόσο πολύ τον γέμιζε αυτό που έκανε. Μια νύχτα όπως τις άλλες κάθισε στο παράθυρο με το πρόσωπο του στο τζάμι. Άρχισε να μου μιλάει. <<Θα αναρωτιέσαι γιατί είμαι εδώ, γιατί θέλω να σε βλέπω... Λοιπόν είχα κι εγώ μια κοπέλα που πέθανε. Τότε ήμουν πολύ ερωτευμένος και ζήλευα πολύ. Κάποια στιγμή τσακωθήκαμε γιατί νόμιζα πως με απατούσε ενώ είχε έρθει μόνο και μόνο για να μου πει τα ευχάριστα νέα. Βγήκε από το μαγαζί που τραγουδούσα τρέχοντας, έβρεχε δεν είδε το αμάξι που ερχόταν καταπάνω της και την  χτύπησε. Η ζωή της χάθηκε ακαριαία. Το μόνο που πρόλαβε να πει ήταν σε αγαπώ πολύ. Ύστερα από εκείνη την μέρα κρύφτηκα, έφυγα, δεν ήθελα να δω κανέναν και τίποτα. Παρέα μου ήταν το ποτό. Νόμιζα πως με αυτό το πράγμα θα μπορούσα να ξεχάσω. Όμως μάταια. Τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει απ' αυτό που έχει συμβεί. Και το χειρότερο ξέρεις ποιο ήταν? Ότι μέσα στα σπλάχνα της κυοφορούσε το παιδί μου. Εκείνη την μέρα ένιωσα ότι δεν την βοήθησα, θα μπορούσα κάπως να βοηθήσω να σωθεί, κάτι θα μπορούσα να κάνω. Θα μπορούσα να μην είχα τσακωθεί μαζί της. Θα μπορούσα πολλά όμως δεν έκανα τίποτα. Έφυγε και ήμασταν τσακωμένοι. Τώρα θέλω να βοηθήσω για να ελαφρύνω την συνείδηση μου. Πολλοί μου λένε δεν φταις, μην έχεις τύψεις, μα δεν μπορώ να μην το σκέφτομαι και να κλαίω πικρά. Ελπίζω να μην φύγεις κι εσύ και να ζήσεις. Να ζήσεις την ζωή σου, να σπουδάσεις, να παντρευτείς, να κάνεις παιδιά και οικογένεια, όλα αυτά που δεν έκανα εγώ κι ούτε σκέφτομαι να κάνω τώρα πια>>. Κι ύστερα έφυγε καθώς άρχισε να ξημερώνει. Η μητέρα μου ήρθε, ήταν εκεί στο τζάμι και άρχισε να μου μιλάει. <<Μικρή μου εδώ είμαι. Δεν θα σε αφήσω να φύγεις ακόμα και αν το θέλεις, ακόμα κι αν θες να ξεκουραστείς από αυτήν την ταλαιπωρία δεν θα σε αφήσω. Θα γίνω εμπόδιο στον θάνατο και στον Χάρο. Όσο κι αν χρειαστεί. Θα έρχομαι κάθε μέρα και θα σου λέω πόσο σε αγαπώ, όσα ήθελα να σου εκφράσω μα ποτέ δεν σου τα είπα. Τελικά όταν βλέπεις ότι χάνεται κάποιος μόνο τότε θυμάσαι πόσα πράγματα δεν πρόλαβες ή ξέχασες να πεις σε αυτόν που αγαπάς... Συγγνώμη που άργησα!>> Κι ύστερα έφυγε πήγε να ρωτήσει την γιατρό αν είχα κάποια χαρμόσυνη εξέλιξη.

Η Μάσκα (The mask)Where stories live. Discover now