Οι επόμενες ημέρες ήταν σχετικά ήρεμες. Δεν διέτρεχα κανένα κίνδυνο είπαν οι γιατροί και ότι σύντομα θα μπορούσα να φύγω από το νοσοκομείο. Εγώ ήθελα εδώ και τώρα αλλά έκανα υπομονή. Έρχονταν κάθε μέρα οι αδερφές μου και η μητέρα μου δεν το κουνούσε από εκεί μόνο έφευγε όταν πήγαινε να αλλάξει και να κάνει μπάνιο. Η μητέρα μου είχε στείλει γράμμα στον πατέρα μου ότι ήμουν καλά κι ότι αν ήθελε μπορούσε να έρθει να με επισκεφτεί. Η μητέρα μου έπρεπε να φύγει εκείνη την μέρα γιατί είχε δουλειές και θα περνούσα μόνη μου την μέρα. Κάθισα στο κινητό μου και άρχισα να βλέπω βιντεάκια, μηνύματα από τους διαδικτυακούς μου φίλους αλλά δεν είχα την όρεξη για να τους απαντήσω. Έβαλα μουσική και έκλεισα τα μάτια μου. Το σώμα μου αν και ξαπλωμένο άρχισε να κινείται στον ρυθμό της μουσικής και τα χείλη μου να σιγοψιθυρίζουν τους στίχους του τραγουδιού. Δεν είχα προσέξει πως η πόρτα είχε ανοίξει και πως μια αντρική φιγούρα έκανε την εμφάνιση της. Μπήκε μέσα και έκανε την καρδιά μου να χτυπήσει αλλά όχι από χαρά αλλά από φόβο. "Μπαμπά;" του φώναξα. "Έμαθα ότι είχες ένα ατύχημα και ήρθα να σε δω. Όχι ότι άξιζε τον κόπο βέβαια γιατί να φανταστώ εσύ θα είναι, εσύ θα ήσουν η απρόσεκτη της υπόθεσης. Δεν έχεις καθόλου μυαλό; Τόσο αμυαλη και άχρηστη είσαι που ούτε ένα αυτοκίνητο δεν μπορείς να δεις;" "Μα δεν έφταιγα εγώ..." "Ναι σίγουρα. Μας έπεισες. Δεν μπορούσες να ελέγξεις τον δρόμο δηλαδή;" "Μα αφού ήταν κόκκινο. Μπορούσα να περάσω. Αυτός πέρασε με κόκκινο και με χτύπησε." Είχα αρχίζει να νευριάζω και ταυτόχρονα ένιωθα τόσο ευάλωτη μπροστά του. "Άδικα λοιπόν με ξεσήκωσε η μητέρα σου ότι και καλά ήσουν σε κώμα. Μια χαρά σε βλέπω. Αλλά και αν πάθαινες και κάτι δεν χάλασε ο κόσμος. Ένας λιγότερος μπελάς. Και να ξέρεις ότι εσένα ποτέ δεν σε συμπάθησα γιατί είσαι μαλθακή, άχρηστη, χαζή και δεν ξέρεις να κάνεις τίποτα σωστά. Όλα τα κάνεις λάθος. Είσαι μια χοντρή μυγιάγγικτη κλαψιαρα. Αυτό είσαι. Δεν σε ήθελα ούτε θα σε θέλω ποτέ μου. Οι αδερφές σου είναι καλύτερες από εσένα. Αυτό να το ξέρεις." Άρχισα να κλαίω. Δεν το περίμενα ότι ένιωθε για εμένα έτσι και δεν καταλάβαινα και τον λόγο. Δεν ήξερα τι να νιώσω. Ένιωθα μουδιασμένη μα πιο πολύ στεναχωρημένη γιατί δεν καταλάβαινα προς τι όλο αυτό το μίσος και η οργή. "Σκάσε σου είπα. Μην κλαις. Μου την δίνεις στα νεύρα ασχημόπαπο" Σήκωσε το χέρι του για να με χτυπήσει. Εγώ έκρυψα το πρόσωπο μέσα στα χέρια μου αλλά ευτυχώς εκείνη την ώρα μπήκε η μητέρα μου. "Τι κάνεις εκεί; Είσαι στα καλά σου; Γιατί την αναστατώνεις;" "Γιατί είναι άχρηστη, δεν αξίζει ούτε να ζει ούτε τίποτα. Απορώ πως ήρθα πραγματικά." "Αυτό απορώ κι εγώ. Ήρθες για να κάνεις το παιδί να κλαίει; Καλύτερα να μην ερχόσουν. Τι ήθελα και σου έγραψα; Νόμιζα ότι θα μαλακωνες αλλά εσύ είσαι ίδιος και χειρότερος. Σήκω και φύγε" "Θα φύγω αλλά θέλω να ξέρεις πως ποτέ αυτή δεν θα σε κάνει περίφανη. Δεν είναι ικανή για το οτιδήποτε. Δεν θα καταφέρει ποτέ τίποτα." Και έφυγε. Τα μηχανήματα άρχισαν να σφυρίζουν και η ανάσα μου κόπηκε. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Έπιανα τον λαιμό μου. Ήρθαν οι γιατροί και έβγαλαν την μητέρα μου έξω. Ύστερα από λίγο βγήκαν έξω. "Πώς είναι;" "Έπαθε μια κρίση πανικού. Ευτυχώς όλα είναι καλά." Μάλιστα αύριο μπορεί να φύγει. Η κατάσταση της είναι αρκετά καλή." Η μητέρα μου ήρθε μέσα να μου πει τα καλά νέα. Κι εγώ χάρηκα αλλά ένιωθα μέσα μου ένα κάψιμο, μια στεναχώρια. Το βράδυ πέρασε βασανιστικά. Η νύχτα έδινε τα ηνία στην μέρα και το φεγγάρι άρχισε να εξαφανίζεται μαζί με τα λαμπερά αστέρια. Είχα σηκωθεί από νωρίς όχι ότι είχα κοιμηθεί και μάζευα τα πράγματα μου. Ήθελε να φύγω από αυτό το μέρος γρήγορα και να μην χρειαστεί να ξαναπεράσω τις πύλες του. Αργότερα λοιπόν ήμουν έξω από αυτό το κτήριο. Μπήκαμε σε ένα ταξί και αναγνώρισα κάθε μέρος που περνούσαμε σπιθαμή προς σπιθαμή. Φτάσαμε στο σπίτι όπου με περίμεναν οι αδερφές μου με ανοιχτές αγκαλιές. Έτσι πέρασαν δύο μήνες. Σπίτι και ξεκούραση τίποτα άλλο. Είχα πραγματικά βαρεθεί. Έτσι αποφάσισα να βρω δουλειά. Αν και η μητέρα μου είχε τις αντιρρήσεις στην αρχή μετά με άφησε. Βγήκα και άρχισα να ψάχνω σε μαγαζιά μέχρι που μου τράβηξε το βλέμμα ένα μαγαζί που πουλούσε μωρουδιακά. Έψαχναν για υπάλληλο. Μπήκα μέσα και χαιρέτησα. Ύστερα από μια συνέντευξη με προσέλαβαν. Το μαγαζί το είχε μια ευγενέστατη κυρία και είχε άλλη μια υπάλληλο που την έλεγαν Κατρίνα. Αμέσως γίναμε αχώριστες φίλες. Με την πρώτη ματιά κολλήσαμε. Καθώς δουλεύαμε, συζητούσαμε και στα περισσότερα θέματα ταίριαζαν οι απόψεις μας. Μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο. Δεν πήρε ιδιαίτερη προσοχή και αγάπη αλλά πάντα ήταν εκεί για όλους. Εκεί που φτιάχναμε τα μωρουδιακά ρουχαλάκια και τα βάζαμε στις θέσεις τους εμφανίστηκε ο Χρήστος. Ω δεν το πιστεύω. Δεν πιστεύω ότι ήρθε εδώ. Σύμπτωση είναι ή της μοίρας παιχνίδι; Το φαντάζομαι ή είναι στα αλήθεια; Δεν ξέρω γιατί αλλά έτσι όπως ήμουν δεν ήθελα να με δει. Ακόμα θυμάμαι τα λόγια του πατέρα μου και ίσως και να είχε δίκιο σε ότι είπε. Ίσως είμαι μια άσχημη που δεν αξίζω την προσοχή κανενός. Γύρισα την πλάτη μου και άρχισα να ανεβαίνω γρήγορα τις σκάλες. Κρύφτηκα πίσω από κάτι κούτες.
Μόλις την είδα ήταν... ήταν σαν να μου θύμιζε κάποια. Αυτό το άρωμα... Με ζαλίζει και με μαγνητίζει. "Γύρνα πίσω..." φώναξα αλλά είχε φύγει κιόλας. Έτρεξα, ανέβηκα τα σκαλιά φώναξα να εμφανιστεί αλλά για κάποιο λόγο που δεν καταλαβαίνω το έσκασε, εξαφανίστηκε. Αναρωτιέμαι τι να κρύβει αυτό το κορίτσι. Κατεβαίνω τις σκάλες, ψωνίζω για το βαπτιστήρι μου και φεύγω. Κάθομαι για λίγη ώρα στο αυτοκίνητο μου και συλλογίζομαι. Ίσως να μην έτρεξε για εμένα, μπορεί να πήγε να φέρει κάτι αλλά όμως γιατί εκείνη την ώρα που μπήκα και γιατί δεν απάντησε όταν της φώναξα. Περίεργα πράγματα συμβαίνουν. Αλλά γιατί όλα να γυρίζουν γύρω από εμένα; Δεν είμαι δα και τόσο σημαντικός.
Κοίταξα από το παράθυρο. Εκείνη την ώρα έβαλε το αυτοκίνητο του μπροστά και έφυγε. Με έψαχνε στα αλήθεια; Όμως γιατί; Ακούω βήματα και είναι η Κατρίνα. Με ρώτησε γιατί έφυγα ξαφνικά και της είπα τις φοβίες μου αλλά και για τα απραγματοποιήτα όνειρα μου. Η Κατρίνα αν και μεγαλύτερη μου με συμβούλευσε να ακούσω την καρδιά μου, να κοιτάξω μέσα μου να δω αν αυτά που έχει πει ο πατέρας μου είναι αλήθεια. Μου είπε ότι σε λίγες μέρες θα ξεκινήσει ένα σόου για αυτούς που θέλουν να γίνουν τραγουδιστές και ότι θα ήταν κι αυτός εκεί. Μου είπε να δηλώσω συμμετοχή και να εκπληρώσω επιτέλους τα χαμένα όνειρα μου που είχαν ξεθωριάσει στο πέρασμα του χρόνου. Δεν είμαι μεγάλη αλλά νιώθω ότι είμαι μεγάλη για να ζήσω. Φοβάμαι να ζήσω. Φοβάμαι ότι αν δεν τα καταφέρω, αν όντως ο πατέρας μου έχει δίκιο; Εγώ μετά πώς θα ζήσω; Πώς θα πορευτώ παρακάτω στην ζωή μου; Δεν θα αντέξω αν αποδειχθεί ότι ο πατέρας μου έχει δίκιο.... Πραγματικά!!!
YOU ARE READING
Η Μάσκα (The mask)
RomanceΈνας τραγουδιστής, μια κοπέλα που δεν έχουν κανένα κοινό. Κι όμως... μπορεί να τους συνδέουν πολλά πράγματα... Η ζωή μπορεί να παίζει σκληρά παιχνίδια, απώλειες όμως μπορεί και με τα μαγικά της να σου γνωρίσει τον έρωτα... Μια μάσκα για να μην φαίνε...