Μονάκριβέ μου,
μην με γυρίσεις από τώρα σπίτι,
αφού έξω νύχτωσε και τα κοκόρια έπεσαν για ύπνο,
το αμάξι θέλει βενζίνη, μπορεί και να μην αντέξει,
αργήσαμε, γαμώτο
πάμε μια βόλτα να ξεχαστούμε,
έως ότου να μας ξεχάσουν,
μα δεν ξεχνιέμαι εύκολα.
Να παίξω λίγο ακομα,
το "σε λίγο" σου δεν κρατά πάνω από πέντε λεπτά, το γνωρίζεις,
πάμε ψηλά,
πάμε στους ψίθυρους,
εκεί που κανείς τους δεν έχει πάει ακόμα,
που η θάλασσα συναντά τον ουρανό,
και ο ουρανός το σώμα μου, την ψυχή σου.
Μην γυρίσουμε πίσω,
δεν μας περιμένει κανείς,
δεν έχει φαγητό στο ψυγείο,
ούτε λεφτά το σταχτοδοχείο,
ένα τσιγάρο έμεινε,
θα το καπνίσω στην διαδρομή,
Παρ'το ευθεία,
μέχρι να σου φωνάξω,
μην τρομάζεις,
πάτα γκάζι,
δεν χρειάζεται να το σκέφτεσαι πλέον,
πέρασαν οι μέρες αυτές,
στεγνώνουν τα μάτια κόντρα στον άνεμο, κλάψε
κλάψε μέχρι να φτάσουμε