Τα φωναχτά σάπασαν,
έπαψαν να ταλαντεύονται μιλητά στο σαλόνι,
η φωτιά πέθανε μακάβρια,
την σκοτώσαν με την ίδια της την στάχτη,
τα κουρασμένα πόδια τους σέρνονται στον διάδρομο,
φθαρμένες παντόφλες χτυπάνε πάνω στο κρύο μάρμαρο,
πιο κοντά απο ποτέ,
έξω απ'τα ξύλινά μου κάγκελαπέντε λεπτά,
αρκούν να τους πάρει ο ύπνος,
προλαβαίνω ίσα ίσα να φυσήξω τα φρέσκα κάρβουνα,
να λαμπιρίσουν σαν κόκκινα διαμάντια,
να αγαπηθούν απ'τις οι φλόγεςένα τσακ,
αρκεί,
να ανάψει το τσιγάρο μου,
να χαθώ στην θέα του κορμού που αργοπεθαίνει,
τι έζησα σήμερα;
θαρρώ πως έζησα.ένα δευτερόλεπτο,
αρκεί,
μονάχα ένα.