Αρχίζει η καρδιά να σε ενοχλεί,
οι σκέψεις βγαίνουν ,μα δεν μένουν στο χαρτί .
Όλη η ζωή σου μια πλάνη, δεν σε θέλει νικητή.
Έδωσες τα πάντα, μα σε πετάξανε έξω, σαν γέρικο σκυλί.
Αναπολείς πάλι μόνος, περνάνε οι χαρές μπροστά σου σαν ταινία,
Αυτη η γλύκα είναι αστεία, ολόλευκος σε κατάμαυρη κηδεία.
Αποπνικτική αυτή η σπηλιά, είσαι μόνος και το ξέρεις, ψυχρή η γειτονιά.
Στο μυαλό υπάρχουνε πολλά μα μένει μια θηλιά.
Που είναι η πουτάνα η συντροφιά.
Που είναι η αλάνα με τα παιδιά.
Την πόρτα μου χτυπά ο αλχημιστης.
Το ελιξίριο κρατάει που κάνει άπειρη την ζωή.
Ελιξίριο θανάτου είναι για μένα ,φυλακή.
Αφήνω αίμα στο περβάζι σου, να κλείσει η σκηνή.
Που'ναι οι χαρές και τα ξενύχτια;
Τα ψάρια; Άδεια δίχτυα.
Χτυπώ την μούσα μου, μα δεν μου λέει καληνύχτα.
Που είναι τα λούσα και το βάθρο;
Οι πολεμιστές, το κάστρο;
Δίνω το τελευταίο φιλί και το φέρετρο είναι άδειο.
Σιωπή στον παλμογράφο.
Όχι και αυτόν, δεν θα τον χάσω.
Η μάνα χτυπά το έδαφος, της φταίει ένας "κάποιος"
Είναι ένας καρπός από ένα δέντρο, κρυμμένο,
Ένα νέο ξεκίνημα αρχίζει τελειωμένο,
Ένα μικρο κουμπί σε αφήνει ξύπνιο, μα δεμένο.
Μοιάζει όμορφη η φυγή που σε καθιστά πνιγμένο.
Τι είναι αυτό που κρατώ στα χέρια μου;
Η πνοή μου ή τα αστέρια μου;
Οι δικοί μου ή τα μαχαίρια μου;
Έκαψα τα πιο πλούσια λημέρια μου.
Στο διάολο να πάνε πριγκιπέσα μου,
Πρέπει να κάψω για να μην καώ,
Θέλουν να με σκοτώσουν και τα δυο χέρια μου.