Εκεί που δεν το περιμένεις, που έχεις πειστεί πως οι μαύρες μέρες κάηκαν στο βαρέλι με τον πόνο, σαν φωτογραφίες που βιάστηκαν να σκαρφαλώσουν τον τοίχο σου. Εκείνη την στιγμή η πραγματικότητα σου βαράει το ντέφι, παρακοιμήθηκες και είναι ώρα να σηκωθείς. Σε περιμένουν στην δουλειά, μα το σώμα σου δεν σε ακολουθεί. Βουίζουν τα αυτιά σου, τα μάτια σου απεχθάνονται το φως.
Εκείνη την στιγμή που παίζεις ένα σάλτο να φτάσεις στην απέναντι ταράτσα- θαρρείς πως είσαι ικανός. Παρατηρείς τους γύρω σου -όλοι μια παρέα είστε- γελάνε αναπολώντας αστείες αναμνήσεις. Άλλοι μιλάνε για ένα θέμα άτοπο, ανεμοφερμένο, μερικοί μάχονται προσπαθώντας να μεταφυτέψουν τον σπόρο τους σε πέτρινα μυαλά, και μετά εσύ. Αυτοπαρατηρείς, πως σκέφτεται, τι έρχεται. Το βλέπεις μακριά απ'τον ορίζοντα, ίσα ίσα πρωτού πέσει τελείως ο ήλιος να έρχεται προς το μέρος σου, εσένα μόνο θέλει, σε κυνηγάει. Καταπατάει την γη με τα πόδια του, καίει τα δέντρα, σπέρνει τον θάνατο. Νιώθεις την παρουσία του, είναι εκεί, θα είναι εδώ.
Δεν θέλεις και θέλεις.
Να τελειώνεις.Εδώ στην ψησταριά, μύρισε ο τοπος χοιρινό και κάρβουνα,
βγήκαν οι γειτόννοι να πούνε ένα γεια,
λάμπουν σαν σπίθες, μάτια μου γλυκάΕδώ στην ψησταριά,
που τρέχουν πέρα-δώθε τα παιδιά, σαν φύλλα που τα παίρνει ο άνεμος,
σαν ζάχαρη στην ζυγαριά,
τι ενας κόκκος; -μια σταλιάΕδώ στην ψησταριά,
φύγαν όλοι, τρόμαξαν τα μικρά,
όλα είναι ασπρόμαυρα και ερυθρά,
έκοψα τον λαιμό μου σαν ανέβαινα στην θήλια,
για να 'μαι σίγουροςΕδώ στην ψησταριά,
ούτε γέλιο, ούτε μιλιά,
το κορμί μου χορεύει- πρέπει να φυσά,
η μάνα μου λιποθύμησε, στην γέρικη μηλια,
που μου κάνει συντροφιά- σιγά μην με αγαπάΕδώ στην ψησταριά,
βρέχει τώρα και βροντά,
δεν πλησιάζει κανείς, μονάχα τα παιδιά,
να δουν τα μάτια μου ανοιχτά
Πάλι κανεις δεν με ακουμπά,
κλαίνε τρομοκρατιμένοι, μα κανείς δεν με ακουμπά,Εδώ στην ψησταριά.