AmeliaΕίχε περάσει μια εβδομάδα από.τη συναντηση με τον πατέρα μου και τη συζήτηση με τον Evan.
Όταν με ρώτησε για τη μητέρα μου με έπιασε απροετοίμαστη.
Αλλά του όφειλα την αλήθεια. Δεν ήθελα να τον κοροϊδέψω.
Πήγα στο σαλόνι όπου εκεί ήταν μόνο η μητέρα μου.
"Για έλα εδώ εσύ."
Ωχ. Αυτό δεν είναι καθόλου καλό. Ούτε με τον όνομα μου δε με αναφέρει.
"Έγινε κάτι;"
"Δε ξέρω εσύ θα μου πεις."
Το ύφος της απόλυτα εξαγριωμένο.
Κάτι μου λέει ότι μίλησε με τον Evan.
"Συνεχίζω να μη καταλαβαίνω σε τι αναφέρεσαι."
"Α συνεχίζεις να μη καταλαβαίνεις." είπε ειρωνικά και σηκώθηκε από την πολυθρόνα για να με πλησιάσει.
Δε μ'αρέσει αυτό.
"Εγώ-"
"Σκάσε. Τι είναι αυτά που καθίσεις και είπες στον Evan;"
"Εγώ απλώς του είπα την αλήθεια."
Και τότε με χαστούκισε.
Και δεν ήταν αυτό που πόνεσε περισσότερο.
"Ειλικρινά με εκνευρίζεις. Κάθεσαι όλη την ώρα και κλαίγεσαι. Δε ξέρεις να κάνεις και τίποτα άλλο. Ο μόνος λόγος που είσαι συνέχεια μαζί μου είναι επειδή ο άχρηστος ο πατέρας σου δε σε ήθελε."
Που να'ξερες.
"Μαμά-"
"Απλά εύχομαι να μη σε είχα γεννήσει ποτέ."
Σιωπή.
Δεν υπήρχαν λόγια εκείνη τη στιγμή μόνο σιωπή.
Η καρδιά μου έχασε ένα χτύπο με αυτά τα λόγια.
Ήξερα πως δε με συμπαθεί και πολύ, αλλά τέτοιο πράγμα δεν είχε ξεστομίσει ποτέ.
Και να που το έκανε.
Το μόνο που ήθελα ήταν να πάω στο δωμάτιο μου και να κλάψω.
Ήταν κάτι το οποίο τα τελευταία χρόνια το έκανα συνέχεια.
Ποτέ δε με ρώτησε γιατί τα μάτια μου ήταν πάντα κατακόκκινα.
Ποτέ δε με ρώτησε γιατί ήμουν πολύ αδύνατη για κάποιο χρονικό διάστημα.
Ποτέ δε με ρώτησε εάν ήμουν καλά.
