Kεφάλαιο 50

258 10 0
                                    




Η εξεταστική είχε ξεκινήσει για τα καλά και το άγχος, μαζί με την αυπνία, χτυπούσαν κόκκινο. Το καψερό μου, ο Θόδωρας, έδειχνε πλήρη κατανόηση στα νεύρα μου και δεν πολυμίλαγε, παρά μόνο να μου πει ένα καλημέρα, ένα καληνύχτα κι ένα ξεκουράσου. Άντε και κανένα μασαζάκι κάπου εκεί τα βράδια για να χαλαρώνω. Τον θαύμαζα για τη δύναμή του.

Ναι, γενικά, όπως καταλάβατε, συζούμε στο σπίτι του. Και οφείλω να πω ότι μας έχουν κάτσει κουτί τα ωράρια στη δουλειά και την εξεταστική, με αποτέλεσμα να μην αφήνουμε ποτέ το μπεμπέ μαναχό του.

Αύριο είναι το τελευταίο μάθημα και μετά διακοπάρες και γκομενάκια. Καλά όχι ακριβώς το δεύτερο. Αλλά ο Θοδωρής κάνει για 25 γκομενακια.

Ήταν βράδυ. Ο Θοδωρής ειχε αργήσει. Εγώ με το βιβλίο «Ο ελληνικός υπερρεαλισμός και η κατασκευή της παράδοσης» στο ένα χέρι και στο άλλο το παιδί, το οποίο ξυνιζε κάθε φορά που γινόταν αναφορά στην Τουρκία. Το καψερό. Εθνικόφρων από την κούνια. Ουδέποτε ! Εγώ το παιδί μου θα το μεγαλώσω με αξίες. Να σέβεται το διαφορετικό και το παράδοξο

*-Κατι σαν εσένα για παράδειγμα
-Στα λόγια μου έρχεσαι πολύκαρπε
-Είδες άμα ξέρεις τον άλλον χρόνια*

Και μέσα απο τις σκέψεις μου για το πως θα μεγαλώσω το μπεμπέ μου, ακούω μια σειρήνα στα αυτιά μου. Αχ όχι πάλι. Ούτε 20 σελίδες δεν έχω προλάβει να βγάλω! Τι στο διάτανο πχια! Μια που σε τάισα, μια που σε άλλαξα, μια που σε κοιμησα. Τι άλλο θες να ουμε ?!

Βέβαια το παιδί είχε στραμμένο το κεφάλι του στην πόρτα. Ωχ. Πλάκωσαν και τα φαντάσματα τώρα. Όλα τα είχαμε !

*-Μηπως να κοιτάξεις καλύτερα μωρή άχρηστη ?!
-Ίσως*

Γυρνάω και βλέπω τον Θοδωρη μέσα στα αίματα. Παναΐα μου!

Αφήνω γρήγορα το παιδί στην κούνια του, αφήνω και τον Χρυσανθόπουλο (συγγραφέας του βιβλίου) και τρέχω κοντά στον Θοδωρη σοκαρισμένη

-«Μην με πλησιάζεις. Θα σε λερώσω»
-«Τι έγινε Θοδωρη ποιος σε πείραξε ;;;» ρώτησα πανικόβλητη
-«Ηρέμησε. Δεν είναι δικό μου το αίμα»
-«Ααααασταδιαλα ρε μαλακα! Τρόμαξα. Για λέγε. Τι έγινε. Είσαι καλά τουλάχιστον ;»
-«Παίχτηκε μια συμπλοκή λίγα χιλιόμετρα έξω απο την πόλη και τα ασθενοφόρα θα αργούσαν παρά πολύ μέχρι να φτάσουν εκεί, έτσι αναγκαστήκαμε να μεταφέρουμε τον έναν επιζών με το περιπολικό. Και απλά ο άνθρωπος ήταν μέσα στα αίματα γιατί αργοπεθαινε»
-«Με ταράζει η ψυχραιμία με την οποία τα λες»
-«Έτσι μας εκπαίδευσαν μωρό μου. Πρέπει να είμαστε ψύχραιμοι» είπε και μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί 
-«Που είναι το παιδί;»
-«Μέσα. Αλλά πρώτα θα πας να κανεις ένα μπάνιο. Δεν θέλω να σε δει έτσι το παιδί»
-«Ναι. Έχεις δίκιο. Αύριο τι ώρα δίνεις ;»
-«Πουρνό πουρνό. 8 πρέπει να είμαι εκεί»
-«Μην αγχώνεσαι. Θα σε πάω εγώ»
-«Πραγματικά τώρα, δεν είσαι κουρασμένος ;»
-«Αυτή είναι η καθημερινότητα μου. Την έχω συνηθίσει. Άσχετα που δεν στα έλεγα τότε. Πλέον πρέπει να αρχίσεις να μαθαίνεις κι εσυ τα ωράρια μου όπως τα έχω μάθει κι εγώ»
-«Σώπα ρε γαααατο... και τι ωράριο έχω δηλαδή;»
-«Πρωινό ξύπνημα με εμένα, σχολή, μεσημεριανό με εμένα, απόγευμα διάβασμα, βράδυ με εμένα, ακόμη πιο βράδυ με πάθος πάλι με εμένα, και το παιδί φυσικά» είπε και μου ρούφηξε τον λαιμό

Εντάξει. Έμεινα λίγο, χωρίς να πω τίποτα

-«Πάω να κάνω μπάνιο. Εσύ... βάλε κάτι κόκκινο» είπε ψυθιριστα στο αυτί μου και έφυγε κατευθείαν για το μπάνιο

Αχ είναι θεός αυτός ο άνθρωπος.

Έτσι λοιπόν, κοιμησα το παιδί και έφυγα σούμπιτος για το συρταρακι με τα πρόστυχα 😏

Ε μην σας πω πάλι τι καναμε... τα μάθατε πλέον

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το επόμενο πρωί από το άγχος μου δεν μπορουσα να κοιμηθώ. Ήταν το τελευταίο μάθημα και είχα ξεχάσει τα πάντα. Παρόλα αυτά, για πρώτη φορά στη ζωή μου, ένιωθα πλήρης. Είχα ένα σύντροφο που με λατρεύει, είχα το αγγελούδι μου, τη σχολή μου και τα περισσότερα προβλήματα μου είχαν λυθεί. Δεν διετρεχα κανένα κίνδυνο, ούτε εγώ ούτε το παιδί μου.

Σηκώθηκα ήσυχα ήσυχα και πήγα στην κουζίνα. Η ώρα ήταν 5:15 το ξημέρωμα κι εγώ έφτιαχνα καφέ. Πήγα στο καθιστικό και άνοιξα για μια τελευταία φορά το βιβλίο μου για την επανάληψη.

Ακούω μετά από λίγα λεπτά βήματα και νιώθω να μου χαϊδεύει τον σβέρκο κι έπειτα τα χείλη του να εφάπτονται με αυτό το σημείο.

-«Και νόμιζα ότι δεν θα ξυπνούσες με τίποτα έπειτα από αυτά που σου έκανα εχθές το βράδυ»
-«Τι να κάνουμε κύριε μπάτσε μας. Η φοιτητική ζωή αυτά έχει» είπα και τον φίλησα
-«Μην αγχώνεσαι μωρό μου. Μια χαρά θα τα πας. Δεν υπάρχει καλύτερη φιλόλογος από εσένα»
-«Το ξέρω. Το παιδί μου θα έχει την καλύτερη διαπαιδαγώγηση»
-«Μετριοφροσύνη να του διδάξεις πρώτα του παιδιού. Μην πάρει από τη μάνα του. Κριμας»
-Άι ρεεε» είπα και του έριξα μια μπουνιτσα στο μπράτσο του, ένα απλό χαδακι δηλαδή Γι αυτόν
«Λοιπόν. Πάω να ετοιμαστώ και να σε πάω, γιατί μέχρι να φτάσουμε θα μας πάρει ώρα»
-Εντάξει»

Μέχρι να ετοιμαστεί ο Θοδωρής, εγώ πήγα στο δωμάτιο του μωρού. Ήθελα να το δω πριν πάω να γράψω το τελευταίο μου μάθημα. Και μετά από όλα αυτά θα φεύγαμε όλοι μαζί διακοπαρες.

Ήταν ήσυχο. Η ανασουλα του ήταν ρυθμική και σταθερή. Το αγγελούδι μου μου έμοιαζε και δεν θα μπορουσα να ζητήσω τίποτα λιγότερο. Το λάτρευα

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Επιτελους! Τελείωσα έπειτα από 3 ώρες γράψιμο. Τώρα για αποτελέσματα μην με ρωτάτε. Δεν έχω ιδέα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι έχουμε φύγει για Χίο να γνωρίσω τους γονείς του Θοδωρα

Please... Arrest me...Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang