ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

29 7 13
                                    


Η Μαρία είχε συνηθίσει την παρέα του Μάριου και τον είχε συμπαθήσει. Εκείνο το απόγευμα έκαναν βόλτες στο δασάκι που υπήρχε μπροστά απ' το Πανδοχείο. Της είχε δώσει να φοράει ένα απλό, μαύρο φόρεμα, το οποίο το είχε ξεχάσει κάποτε μια πελάτισσα.

«Δεν περίμενα ποτέ να το πω αυτό, όμως περνάω πολύ ωραία μαζί σου, Μάριε. Άσε που λατρεύω το όνομα σου!» του είπε.

«Αλήθεια; Τόσο πολύ σου αρέσει;»

«Ναι. Μου θυμίζει κάποιον από παλιά. Απ' το παρελθόν μου.»

«Κάποια χαμένη αγάπη, μήπως;»

«Όχι, δηλαδή ναι, τον αγαπούσα, αλλά δεν το παραδεχόμουν. Μάριο τον έλεγαν και ήταν θετός αδελφός μου.»

«Θετός; Δηλαδή... οι γονείς σας είχαν παντρευτεί;»

«Ναι. Η μητέρα μου με τον πατέρα του. Είναι μεγάλη ιστορία. Τέλος πάντων, εκείνος με αγαπούσε, όμως εγώ τότε ήμουν πολύ ανώριμη και έπαιζα με τα συναισθήματα του.»

Ο Μάριος την άκουγε με μεγάλο ενδιαφέρον.

«Για συνέχισε...» την παρότρυνε.

«Δεν έλεγα να παραδεχτώ ότι τον αγαπούσα, γιατί μου άρεσε ο αδελφός του, ο Λεωνίδας, ο οποίος τα είχε με την αδελφή μου, την Κάτια. Έγιναν άσχημα πράγματα μετά, για τα οποία δεν θέλω να μιλήσω. Σημασία έχει ότι της τον έκλεψα, Μάριε. Έκλεψα το αγόρι της αδελφής μου. Παντρευτήκαμε και μετά από λίγα χρόνια, χωρίσαμε και η Κάτια κι ο Λεωνίδας παντρεύτηκαν κι έγιναν οι βασιλιάδες του Βορρά. Μετά εγώ γνώρισα τον Νίκο, κάναμε μια κόρη, παντρευτήκαμε και μετά από αρκετά χρόνια γίναμε οι Βασιλιάδες της Ανατολής. Σε μπέρδεψα;»

«Όχι, καθόλου. Συνέχισε.»

«Τέλος πάντων, τώρα το πλήρωσα με το ίδιο νόμισμα. Γιατί είδα την Κάτια να φιλιέται με τον Νίκο και για αυτό έπεσα στον Γκρεμό. Τι έχεις να πεις;»

«Η αλήθεια είναι ότι σου άξιζε. Όμως δεν σου άξιζε και να πεθάνεις.»

«Όχι, μου άξιζε.»

«Όχι δεν σου άξιζε, Μαρία.»

«Γιατί;»

Ο Μάριος σταμάτησε και την κοίταξε στα μάτια.

«Γιατί πρέπει να ξαναβρείς την ευτυχία.» Η Μαρία ένιωσε, ήταν σχεδόν σίγουρη, πως από κάπου τον ήξερε. Ήταν πολύ δύσκολο να σιγουρευτεί όμως, με τόσα μαλλιά και μούσια...

«Μάριε, εσύ μπορείς να με κάνεις ευτυχισμένη, έστω και για λίγο;»

«Ναι, μπορώ.» της είπε και τη φίλησε με πάθος, σχεδόν άγρια, όσο άγρια ήταν κι η όψη του. Η Μαρία δεν τον σιχαινόταν πια. Και ένιωθε κάτι παραπάνω από μια απλή συμπάθεια.

Τα Πέντε Βασίλεια στο Νησί των Πειρατών (Βιβλίο 2)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora