13

137 20 32
                                    

Ο Απόλλωνας είχε ξαπλώσει στο αιωρούμενο κρεβάτι που είχε στη μεγάλη βεράντα του σπιτιού του στο Παλαιό Φάληρο, με θέα τη θάλασσα. Όσο σκεφτόταν πως πριν από δύο χρόνια, κόντευε να τα χάσει όλα, τρελαινόταν. Οι μεγάλες βιομηχανίες και το έτοιμο με φθηνά υλικά νυφικό ήταν εκείνο που αποτελούσε μόνιμη επιλογή σ' έναν κόσμο που τον μάστιζε η κρίση. Κι εκείνος είχε πληθώρα επιλογών, αλλά ο φόβος του ακριβού διακατείχε κάθε νύφη και γαμπρό. Κι έτσι έφτασε για έναν ολόκληρο χρόνο να φλερτάρει με τη χρεοκοπία, τρομοκρατημένος να μην καταστρέψει όσα ο πατέρας του, Σόλων Μπαλωμένος, έχτισε, και άρχισε να κάνει διάφορα σενάρια αυτοκτονίας για να ξεπλύνει την ντροπή που του τρυπούσε την ψυχή, γεμίζοντάς τον με ενοχές.

Κι εκεί που έλεγε πως θα έδινε ένα τέλος στο μαρτύριό του -που δεν το είχε αποκαλύψει ούτε στους φίλους του- έφτασε στα βράχια του Φαλήρου, μια βροχερή μέρα που τα κύματα λυσσομανούσαν έτοιμα να τον δεχτούν και να του αφαιρέσουν όλα τα βάρη που τον κούραζαν, βλέποντας εκείνον...

«Τι κάνεις εδώ;» του φώναξε δένοντας τα χέρια του στη μέση του, «Είσαι τρελός;»

Ο Απόλλωνας δεν του έδωσε σημασία και πλησίασε πιο κοντά στο κενό, έτοιμος να βουτήξει. Εξάλλου τι του είχε απομείνει; Τίποτα πέρα από την αγάπη για τους φίλους του και ειδικά για το κορίτσι του που είχε δεσμό στο Παρίσι και που αγνοούσε τα συναισθήματά του, που και γι' αυτό ευθύνονταν η εσωστρέφεια και οι ανασφάλειες του.

«Σταμάτα τις βλακείες», συνέχισε εκείνος να του φωνάζει δένοντας όλο και πιο σφιχτά τα χέρια του στη μέση του, «Δεν πρόκειται να σε αφήσω να πέσεις, εκτός κι αν θες να με πάρεις κι εμένα μαζί σου.»

Ο Απόλλωνας γύρισε και κοίταξε τον νεαρό πίσω του. Ήταν διπλάσιος από 'κείνον και είχε έντονα μπλε μάτια και ζουμερά χείλη. Το κράτημά του ήταν δυνατό και η αύρα του τον συγκλόνισε και έτσι όπως τον είχε στην αγκαλιά του μεθυσμένος από την πράξη του, την ομορφιά και την μπάσα φωνή του, φίλησε τα χείλη του. Δεν ήξερε ακριβώς γιατί το έκανε, απλώς, αν ήταν να ζήσει, έπρεπε να ξεχάσει.

«Αισθάνεσαι καλύτερα τώρα;» τον ρώτησε ο άγνωστος άντρας που εμφανίστηκε σαν φύλακας άγγελος στο πλευρό του.

«Πολύ» παραδέχτηκε ο Απόλλωνας που γύρισε και μπήκε στην αγκαλιά του, «Θα μπορούσες να με πας στο σπίτι μου;» τον ρώτησε αφού τα πόδια του έτρεμαν τόσο από την ένταση της πράξης που ήταν έτοιμος να εκτελέσει, όσο και εξαιτίας της αύρας του νεαρού που τον είχε καλά κλεισμένο στα χέρια του.

ΓΑΜΟ - ΜΑΝΙΑWhere stories live. Discover now