19

155 21 41
                                    

Αυτό ήταν... Τριάντα μία μέρες κύλησαν σαν να τις φύσηξε ο Βοριάς, τόσο γρήγορα που ακόμη δεν είχε συνειδητοποιήσει για πότε βρέθηκε μες το καλοραμμένο της νυφικό. Κοιτάχτηκε για μια τελευταία φορά στον καθρέφτη: Τα κατακόκκινα μαλλιά της ήταν πιασμένα σ' έναν ψηλό κότσο που περιβαλλόταν από μια περίτεχνα δεμένη πλεξούδα και η μακριά της φράντζα έπεφτε απαλά στην κορφή του μετώπου της, σαν κάδρο μαζί με τα καλοσχηματισμένα φρύδια της. Τα σκουλαρίκια και το κολιέ που της έκανε δώρο η Ακριβή κοσμούσαν περίτεχνα το πρόσωπο και το μπούστο της και το μακιγιάζ της σε λιλά αποχρώσεις ταίριαζε άψογα με τη διακόσμηση της εκκλησίας και της αίθουσας δεξιώσεων. 

Τα νύχια της έλαμπαν και τα πόδια της πατούσαν δυνατά μες στα ψηλοτάκουνα πέδιλά της, ενώ τα μελιά της μάτια έλαμπαν από συγκίνηση, καθώς έκανε πραγματικότητα ένα από τα μεγαλύτερα όνειρά της, να παντρευτεί πριν από τα τριάντα της για να αποκτήσει πολλά παιδάκια. Και το μόνο σίγουρο ήταν πως πολύ σύντομα θα έβαζε μπρος και γι' αυτά.

Πήρε μια βαθιά εισπνοή και γύρισε στη μητέρα της. «Είμαι πολύ ευτυχισμένη», της είπε, κι εκείνη την κοίταξε με δάκρυα στα μάτια της, που ήταν ολόιδια με τα δικά της, και την έκλεισε στην αγκαλιά της.

«Έτσι θέλω να είσαι σε όλη σου τη ζωή, ευτυχισμένη και γελαστή», της χαμογέλασε διάπλατα η Γλυκερία, με τα κάτασπρα δόντια της να ξεπροβάλλουν κάνοντας τέλεια αντίθεση με το πράσινο, κομψό φόρεμα που είχε ράψει ειδικά γι' αυτήν ο Απόλλωνας. «Ξέρω πως λείπεις χρόνια από το σπίτι, αλλά εγώ τώρα αισθάνομαι πως σε χάνω...» της εξομολογήθηκε.

«Μανούλα μου, ποτέ δε θα με χάσεις. Ίσα ίσα που σε λίγο καιρό θ' αποκτήσεις κι εγγονάκια!» της είπε γλυκά η Ρένια κι εκείνη ξέσπασε σε κλάματα χαράς.

«Έχετε βάλει μπρος για παιδάκι;» τη ρώτησε.

«Όχι, αλλά θα αρχίσουμε από σήμερα!» της έκλεισε το μάτι η κόρη της που άρχισε να κατευθύνεται προς το σαλόνι όπου την περίμεναν ο Πολύκαρπος με τον Απόλλωνα και τον Λεωνίδα, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε, αφού έτσι τους είχε αφήσει, μα τα μάτια της έψαχναν άσκοπα τριγύρω για τον Λόνι της.

«Έφυγε για την εκκλησία...» την ενημέρωσε ο Λέων σαν να διάβασε κάθε της σκέψη, κι εκείνη κατέβασε το κεφάλι της γεμίζοντας αμηχανία από την απουσία του. Πονούσε... ο φίλος της πονούσε βαθιά κι αυτή δε γινόταν να κάνει τίποτα τώρα πια για να τον βοηθήσει, ζώντας την πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής της.

ΓΑΜΟ - ΜΑΝΙΑWhere stories live. Discover now