23

170 24 62
                                    

Η Ζαχαρένια έσφιξε τις γροθιές της όσο δάγκωνε τα χείλη της, αφού τόσο τα λόγια του όσο και οι πράξεις του την έκαναν να φτάσει στον έβδομο ουρανό και να προσγειωθεί στο έδαφος απότομα βλέποντάς τον να απομακρύνεται... Τα υγρά της έσταζαν στο εσώρουχό της και οι μηροί της έκλεισαν και άρχισαν να τρίβονται ο ένας πάνω στον άλλον από την επιθυμία της να τον νιώσει μέσα της σε βάθος... τόσο βαθιά όσο κανένας άλλος δεν είχε φτάσει.

«Εμένα με συγχωρείτε. Δε θα αργήσω να επιστρέψω», είπε βλέποντας τον Λεωνίδα και τη Ρίτα να μπαίνουν στην τραπεζαρία χωρίς καν να χαιρετήσουν, πέφτοντας με τα μούτρα στο κοκκινιστό μοσχαράκι και στις τηγανιτές πατάτες, και, χωρίς να τους χαιρετήσει, αφού ήταν απορροφημένοι από το φαγητό, έτρεξε στην τουαλέτα κι έκλεισε την πόρτα πίσω της ενώ ίδρωνε και ξεΐδρωνε εξαιτίας της φλόγας που της άναψε στο μυαλό και στην καρδιά της.

Τρίτη μέρα παντρεμένη και το μυαλό της ταξίδευε σε άλλον, σε αυτόν που της ομολόγησε τον έρωτά του ενώ αυτή προτίμησε να παντρευτεί κάποιον άλλον. Στάθηκε όρθια μπροστά από τον νιπτήρα, έριξε μπόλικο παγωμένο νερό στο αναψοκοκκινισμένο της πρόσωπο και κοιτάχτηκε δειλά δειλά βγάζοντας έναν πνιχτό αναστεναγμό, μιας και ντρεπόταν ν' αντικρίσει ακόμα και τον ίδιο της τον εαυτό που τα είχε κάνει όλα κουλουβάχατα.

Το άγγιγμά του, η βραχνή του η φωνή... η απαλή του γλώσσα, δε θα σταματούσαν να τη βασανίζουν αν δε δρούσε θαρραλέα, γι' αυτό και σήκωσε το αέρινο, ροζ φορεματάκι της και πέρασε τα δάχτυλα του δεξιού χεριού της κάτω από το πλάι του εσωρούχου της, πιέζοντας με δύναμη την κλειτορίδα της που έσταζε τα υγρά της μόνο για χάρη του Λόνι της, κάνοντας κυκλικές κινήσεις, με την ανάσα της να θολώνει τον καθρέφτη απέναντί της. Τα χέρια της έτρεμαν, τα γόνατά της το ίδιο, κι ένας οργασμός ξεχύθηκε από τα βρεγμένα της χειλάκια, λούζοντας τα δάχτυλά της και το κέντρο της ύπαρξής της στην ηδονή που της γέννησε εκείνος καθώς τα υγρά της κυλούσαν κι έγλυφαν τα γόνατά της.

Και η πόρτα της τουαλέτας άνοιξε ξανά και ο Απόλλωνας μπήκε μέσα με τα σχιστά, μαύρα μάτια του να γυαλίζουν επικίνδυνα. Δίχως να της πει κουβέντα, της έπιασε τα χέρια από τους καρπούς και τα φυλάκισε στην πλάτη της. Είχε ένα πονηρό χαμόγελο στα γεμάτα χείλη του και ακούμπησε το πηγούνι του στον ώμο της, κοιτώντας τη μέσα από τον καθρέφτη.

«Γιατί έπαιξες το μουνάκι σου, μάτια μου;» τη ρώτησε κολλώντας τη στο κορμί του. Δε γινόταν να μην την ακολουθήσει και να μην υποκύψει στον πειρασμό να τη δει μέσα από την κλειδαρότρυπα.

ΓΑΜΟ - ΜΑΝΙΑWhere stories live. Discover now