ΜΑΡΙΑ

677 21 1
                                    


ΜΑΡΤΙΟΣ 1966

Ο Γιάννος έπαιζε βαριεστημένα, στην μπροστινή αυλή του σπιτιού του, στον Ωρωπό, κλωτσώντας την μπάλα στον τοίχο και περιμένοντας να επιστρέψει πάλι σε εκείνον. Δεν του άρεσε να είναι μόνος του. Ήταν κοινωνικό παιδί και αποζητούσε να βρίσκεται μέσα σε κόσμο. Ζήλευε τα άλλα γειτονόπουλα με τις μεγάλες οικογένειες, τα αδέλφια, τα ξαδέλφια και τους πολλούς συγγενείς. Εκείνος ζούσε μοναχός του, με μοναδική παρέα τους γονείς του που τον λάτρευαν. <<ΓΙΑΝΝΟΟΟΟ>> άκουσε τη φωνή της μητέρας του από το κηπάκι πίσω από το σπίτι. Δεν έπαιζε ποτέ εκεί. Η μητέρα του, είχε φυτέψει κάθε λογής λουλούδια και ασχολούταν με τις ώρες, απολαμβάνοντας τα αρώματα και τις μυρωδιές από τα άνθη. <<ΝΑΙΙΙ;>> έκανε το παιδί. <<Τίποτα. Άστο>> του απάντησε εκείνη και το παιδί αναστέναξε ξανά. Αν τον έστελνε για κάποιο θέλημα, θα πέρναγε η ώρα του. Το μόνο που τον παρηγορούσε ήταν πως από τον Σεπτέμβρη, θα ξεκινούσε σχολείο, πλάι στο πατέρα του, που τον είχε ήδη προετοιμάσει, μαθαίνοντας τον να διαβάζει και να γράφει. Ο θόρυβος ενός αυτοκινήτου, τον έκανε να αναπηδήσει και να κοιτάξει από την καγκελόπορτα. Σπάνια περνούσαν κούρσες από την γειτονιά τους, ειδικά όταν ο άντρας της κυρίας Αμαλίας απέναντι, έλειπε σε ταξίδι. Ένα ταξί προχωρούσε στο δρόμο και σταμάτησε έξω από το σπίτι τους. Ο Γιάννος σηκώθηκε στις μύτες για να δει καλύτερα. Επιτέλους, ο πατέρας του είχε επιστρέψει. <<ΜΠΑΜΠΑ!>> φώναξε ο μικρός, καθώς τον έβλεπε να παίρνει τη βαλίτσα του και να πληρώνει τον ταξιτζή. Ο Λάμπρος άνοιξε την πόρτα και τον σήκωσε στην αγκαλιά του. <<Αγοράκι μου!>> έκανε χαρούμενα και ακούμπησε το κεφάλι του, στο στέρνο του παιδιού. <<Μπαμπά μου! Μου έλειψες!>> είπε ο μικρός και ο άντρας τον φίλησε στο κεφάλι. <<Κι εμένα μου έλειψες παλικάρι μου. Η μαμά;>>, <<Στο κήπο με τα λουλούδια>>, <<Τη πρόσεχες όσο έλειπα;>>, <<Ναι μπαμπά! Κοιμόμουν και μαζί της για να μην είναι μόνη της>>. Ο Λάμπρος γέλασε παιχνιδιάρικα. <<Άντε, πάμε να της κάνουμε έκπληξη. Δεν το ξέρει πως θα ερχόμουν σήμερα>> έκανε συνωμοτικά και του έδωσε ακόμα ένα φιλί.

Η Μαρία κρατούσε το κλαδευτήρι της και έκοψε τα ξερά φύλλα από τα λουλούδια του κήπου. Η άνοιξη ήταν η αγαπημένη της εποχή. Όλα άνθιζαν. Η φύση αναγεννιόταν και τα φυτά της έπαιρναν πανέμορφα χρώματα. Φορούσε ένα ψάθινο καπέλο κι ένα λουλουδάτο κίτρινο φόρεμα. Ήταν τόσο απορροφημένη που δεν άκουσε τα βηματα πίσω της. Ο άντρας άφησε κάτω τον Γιάννο και ακούμπησε τα πλευρά της ελαφρά. Εκείνη αναπήδησε. <<Λάμπρο!>> έκανε τρομαγμένα κι ο μικρός ξέσπασε σε γέλια. <<Μου έκοψες το αίμα! Μα πότε ήρθες;>> τον ρώτησε κι έπιασε το χέρι του ασυναίσθητα. <<Μόλις. Είπα να σας κάνω έκπληξη>> της απάντησε και αντάλλαξαν ένα απαλό φιλί, που έκανε τον Γιάννο να κοιτάξει από την αντίθετη κατεύθυνση. <<Όλα εντάξει;>> τον ρώτησε δειλά η Μαρία. <<Ναι. Όλα καλά>>, <<Έπρεπε να μου πεις πως θα έρθεις, να μαγείρευα...>>, <<Ότι κι αν έχεις φτιάξει, θα είναι υπέροχο. Δεν χρειάζομαι ξεχωριστές μαγειρικές>> την πρόλαβε κι εκείνη του χαμογέλασε δειλά. <<Μπαμπά, θα παίξουμε;>> ρώτησε το παιδί παρακαλετά. <<Είναι κουρασμένος ο μπαμπάς, Γιάννο μου. Άστον να ξαποστάσει και θα παίξετε μετά>>, <<Δεν πειράζει. Καλά είμαι. Πήγαινε και θα έρθω>> του είπε και το αγοράκι έφυγε τρέχοντας. Όταν ο μικρός είχε απομακρυνθεί αρκετά, εκείνη αφέθηκε σε ένα φιλί διαρκείας, που ξεκίνησε από τα χείλη της και κατέληξε στο λαιμό της. <<Μη... Έλα...>> του είπε παιχνιδιάρικα. Εκείνος σταμάτησε και την κοίταξε λάγνα. <<Πρώτη φορά σε αποχωρίζομαι τόσο. Το ξέρεις πως σε αποζητούσα στον ύπνο μου;>>. Εκείνη του χαμογέλασε. <<Κι εγώ αλλά... Είχαν άλλον άντρα στη θέση σου>>, <<Α μπα; Ποιον;>> τη ρώτησε γελώντας πονηρά. <<Α δεν σου λέω, πάντως σου μοιάζει>>, <<Μου μοιάζει;>>, <<Ναι, ναι, είναι έτσι μελαχρινός, γλυκός...>>. Ο δάσκαλος έπνιξε ένα χάχανο. <<Θα παρακαλάει να ξαναφύγω για να έχει τη μαμά δική του;>>. Η Μαρία ακούμπησε στο στέρνο του. <<Όχι. Του έλειψε ο μπαμπάς του>> έκανε τρυφερά και τον φίλησε.

Δύο ΠρόσωπαWhere stories live. Discover now