ΘΑΝΑΤΟΣ

679 24 0
                                    


«Ὁ Θεὸς τῶν πνευμάτων καὶ πάσης σαρκός, ὁ τὸν θάνατον καταπατήσας, τὸν δὲ διάβολον καταργήσας καὶ ζωὴν τῷ κόσμῳ σου δωρησάμενος· αὐτός, Κύριε, ἀνάπαυσον τὴν ψυχὴν της κεκοιμημένη δούλη σου, ἐν τόπῳ φωτεινῷ, ἐν τόπῳ χλοερῷ, ἐν τόπῳ ἀναψύξεως, ἔνθα ἀπέδρα ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμός. Πᾶν ἁμάρτημα τὸ παρ᾿ αὐτοῦ πραχθὲν ἐν λόγῳ ἢ ἔργῳ ἢ διανοίᾳ, ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος Θεὸς συγχώρησον· ὅτι οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος, ὃς ζήσεται καὶ οὐχ ἁμαρτήσει· σὺ γὰρ μόνος ἐκτὸς ἁμαρτίας ὑπάρχεις· ἡ δικαιοσύνη σου, δικαιοσύνη εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ ὁ νόμος σου ἀλήθεια...»


Μαυροφορέθηκε το Διαφάνι κι ουρανός σκοτείνιασε, με την είδηση ότι η Ελένη Σταμίρη, ήταν νεκρή. Η μεγάλη ποσότητα μπαρούτι, έκανε το αυτοκίνητο να εκραγεί στον αέρα και μόνο υπολείμματα από ανθρώπινη σάρκα βρέθηκαν σκόρπια στο δάσος. Άδειο το φέρετρο της Λενιώς, ανύπαρκτο του Θωμά, που κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να του φτιάξει ένα μνήμα. Ο Λάμπρος σήκωσε το βλέμμα και έριξε μια ματιά στην Ασημίνα, που σπάραζε στα χέρια του άντρα της. Ένιωσε ένα τσίμπημα ενοχής, μα δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο. Κανείς δεν έπρεπε να μάθει την αλήθεια. Ο Φανούρης την αγκάλιασε, κρατώντας την σφιχτά. Η κοπέλα είχε ασπρίσει και φαινόταν έτοιμη να λιποθυμήσει. Από κοντά κι η Θεοδοσία, να στέκεται βράχος δίπλα της, χαϊδεύοντας τις καστανές μπούκλες της. <<Λενιώ μου! Αδελφή μου!>> ούρλιαζε η Ασημίνα κι εκείνος έσφιξε τις γροθιές του και άφησε τα δάκρυα να τρέξουν στο μάγουλο του. Τα είχε καταφέρει. Ο Κυπραίος σκηνοθέτησε άψογα την δολοφονία της, ξέθαψε δυο πτώματα που τα φόρτωσε στο πορτπαγκάζ της κούρσας και ανατίναξε το όχημα πριν προλάβουν να τους πιάσουν οι χωροφύλακες. Ένα πράγμα μόνο βρέθηκε από την Ελένη.  Ο χρυσός σταυρός που της φόρεσε ο αγαπημένος της, πριν φύγει για την Αθήνα. Αυτό, μαζί με μια αλλαξιά ρούχα, έβαλαν μες το καφέ της φέρετρο. Ο δάσκαλος πλησίασε το μνήμα κι έριξε λίγο χώμα, χαζεύοντας την σκαλιστή επιγραφή. ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΜΙΡΗ 1930-1959.

---------------------------

ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΝΩΡΙΤΕΡΑ

<<ΘΩΜΑ ΤΙ ΠΑΣ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ; ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΕΙΣ; ΠΕΣ ΜΟΥ!>> ούρλιαξε η Ελένη, μέσα στο αυτοκίνητου Κυπραίου που έτρεχε σαν σίφουνας στον επαρχιακό δρόμο. <<Δεν έχω χρόνο να σου εξηγήσω τι και πως. Κάνε ότι σου λέω. Μας ακολουθούν! Σε λίγη ώρα, θα κόψω ταχύτητα, θα ανοίξεις την πόρτα και θα πέσεις στη κατηφόρα>>, <<ΤΙ;>>, <<ΔΕΝ ΘΑ ΠΑΘΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ, ΕΧΩ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙ! Θα φύγεις τρέχοντας, θα πάρεις το μονοπάτι και δεν θα αλλάξεις δρόμο. Θα σε βγάλει στην επαρχιακή οδό. Εκεί περιμένει ένα φορτηγό. ΜΠΕΣ ΣΤΗ ΚΑΡΟΤΣΑ ΚΑΙ ΚΛΕΙΣΕ ΤΗ ΚΟΥΡΤΙΝΑ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΤΙΠΟΤΕ ΑΛΛΟ! ΟΤΙ ΚΑΙ ΝΑ ΑΚΟΥΣΕΙΣ, ΜΗ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙΣ, ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ;>>, <<ΘΩΜΑ ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΔΡΑΠΕΤΕΥΣΩ, ΔΕΝ...>>, <<ΘΑ ΣΕ ΣΚΟΤΩΣΟΥΝ ΕΛΕΝΗ! ΘΑ ΣΕ ΒΙΑΣΟΥΝ ΚΑΙ ΘΑ ΣΕ ΒΡΟΥΝ ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΗ ΣΤΟ ΚΕΛΙ ΣΟΥ. Η ΜΥΡΣΙΝΗ ΤΟ ΕΧΕΙ ΚΑΝΟΝΙΣΕΙ. ΚΑΝΕ ΟΤΙ ΣΟΥ ΛΕΩ ΚΑΙ ΔΕΝ ΔΡΑΠΕΤΕΥΕΙΣ! ΣΠΑΣΕ ΤΟ ΣΤΑΥΡΟ ΣΟΥ ΚΑΙ ΠΕΤΑ ΤΟΝ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ! ΚΑΝΤΟ!>>. Εκείνη τον υπάκουσε. Πέταξε την αλυσίδα στο δάπεδο τρέμοντας. <<ΤΩΡΑ! ΠΕΣΕ!>> ούρλιαξε. Ο Θωμάς έκοψε ταχύτητα. Η Ελένη δεν ήξερε ποια δύναμη την ώθησε να το κάνει αλλά άνοιξε τη πόρτα και έριξε το κορμί της στο κενό. Ήταν ένας μικρός γκρεμός. Έπεφτε μα το σώμα της, δεν πονούσε ιδιαίτερα. Βρέθηκε στο έδαφος και σηκώθηκε απότομα, τρέχοντας στο δάσος. Κοιτώντας για ένα δευτερόλεπτο πίσω της, κατάλαβε γιατί δεν πόνεσε. Ο γκρεμός ήταν καλυμμένος με άχυρο. Άρχισε να τρέχει στο μονοπάτι, χωρίς να κοιτάζει πίσω. Ζαλιζόταν και το στομάχι της ανακατευόταν. Ο δρόμος ήταν μεγάλος και είχε ιδρώσει. Λίγο πριν φτάσει στην επαρχιακή οδό, άκουσε την έκρηξη και σταμάτησε απότομα. Όχι, δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω. Δεν γινόταν πλέον. Συνέχισε το δρόμο της. Όταν έφτασε κοντά στο φορτηγό, κοίταξε αριστερά και δεξιά, και αφού βεβαιώθηκε ότι δεν ήταν κανείς εκεί, μπήκε στη καρότσα. Έπεσε στο δάπεδο και το όχημα άρχισε να κινείται. Μην αντέχοντας την πίεση και την εξάντληση, έχασε τις αισθήσεις της.

Δύο ΠρόσωπαHikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin