Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥ

641 22 2
                                    


Ακούμπησε απαλά τα χείλη της στα δικά του και τον ρούφηξε ελαφρά. Εκείνος τραβήχτηκε. <<Θεοδοσία...>> ψέλλισε και την κοίταξε με συμπόνια. <<Δεν είμαι χωρισμένος. Την αγαπάω τη γυναίκα μου. Σε παρακαλώ, μη με φέρνεις σε δύσκολη θέση>>. Εκείνη κοκκίνισε. <<Έχεις δίκιο, με συγχωρείς. Δεν ξέρω τι με έπιασε. Πες πως δεν έγινε ποτέ>> δικαιολόγησε τον εαυτό της. Ο δάσκαλος σηκώθηκε, αφήνοντας ένα απαλό χάδι στο μάγουλο της. <<Δεν περίμενα πάντως να ερωτευτείς ξανά τόσο σύντομα, μετά την Ελένη. Εκτός αν την παντρεύτηκες επειδή έμεινε έγκυος...>> τον σταμάτησε η φωνή της. Εκείνος δαγκώθηκε. <<Κάποια στιγμή, που θα νιώσω την ανάγκη να μιλήσω, θα τα πούμε. Προς το παρόν, δεν χρειάζεται>> πέταξε ψυχρά και την άφησε μόνη, στις σκέψεις της.

Η Μυρσίνη ρούφηξε μια γουλιά από τον καφέ της και κοίταξε με περιεργεια την Αγορίτσα. <<Εσύ το ήξερες αυτό;>>, <<Ποιο αυτό;>> ρώτησε αδιάφορα, καθώς σκούπιζε το πάτωμα. <<Ότι ο δασκαλάκος, έχει παιδί>> απάντησε. <<Εδώ μάλλον δεν το ήξερε ο Μιλτιάδης, εγώ θα το ήξερα κυρά μου;>>. Η Μυρσίνη σηκώθηκε κι έκατσε δίπλα στην Ασημίνα που χάζευε ένα περιοδικό. <<Μέχρι κι ο Μιλτιάδης απέκτησε εγγόνι από εκεί που δεν το περίμενε κι εμείς θα απομείνουμε σαν τα κούτσουρα, που είχαμε και τέσσερα παιδιά...>> μονολόγησε πικρόχολα. Η Ασημίνα την αγνόησε. <<Ούτε εσύ να φανταστώ ήξερες πως ο παρολίγον γαμπρός σου είχε παιδί>>, <<Πού να το ξέρω Μυρσίνη; Εγώ είμαι η τελευταία που θα το ήξερε>>, <<Περίεργο πάντως, δεν βρίσκεις; Φεύγει από το χωριό και επιστρέφει έξι χρόνια μετά με έναν γιο, που απ΄ ότι έμαθα, δεν είναι δα και μωρό. Κοτζάμ παλικάρι...>>, <<Κι εμένα τι μου το λες; Νομίζεις με νοιάζει;>>, <<Εσύ είσαι εδώ μέσα, σε σένα το λέω. Δεν σου φαίνεται περίεργο;>> έκανε νευρικά. <<Αδιαφορώ και για τον Λάμπρο και για το παιδί του. Ανύπαντρος με το φάντασμα της αδελφής μου θα έμενε;>>, <<Σωστά. Φάνηκε έξυπνος. Την εγκατέλειψε πριν καν δικαστεί>>. H Ασημίνα πέταξε το περιοδικό στο τραπέζι και έφυγε βιαστικά, χωρίς να απαντήσει. Η Αγορίτσα ξεφύσηξε. <<Τι ήθελες και το ανέφερες μωρέ Μυρσίνη;>>, <<Εγώ ένα σχόλιο για τον δάσκαλο έκανα. Ούτε να μιλήσουμε πια δεν μπορούμε εδώ μέσα>> είπε γελώντας ειρωνικά.

Ο Δούκας χτύπησε νευρικά το χέρι στο τραπέζι. <<ΤΙΠΟΤΑ;>> ούρλιαξε στο τηλέφωνο. <<Λες κι άνοιξε η γη και την κατάπιε αφεντικό>>, <<Πώς έγινε αυτό μωρέ; ΠΩΣ;>>. Ο άντρας αναστέναξε. <<Χτες ήρθε ένα φορτηγό και πήρε πράγματα από το σπίτι τους. Το ξενοίκιασαν λέει για θα γυρίσουν μόνιμα στο χωριό του άντρα της. Ο ανιψιος σου κανόνισε με μία γειτόνισσα να βοηθήσει στη μετακόμιση. Βρήκαμε και τον ταξιτζή που τον έφερε με τον μικρό στο Διαφάνι, έναν Μπάμπη. Τελευταία φορά που την είδε ήταν το βράδυ που τους αποχαιρέτησε. Την άφησε στο σπίτι κι από τότε δεν την έχει ξαναδεί>>, <<ΠΟΥ ΝΑ ΤΗΝ ΕΧΕΙ ΞΑΝΑΔΕΙ; ΤΟ ΣΚΑΣΕ ΤΟ ΒΡΩΜΟΘΗΛΥΚΟ! ΑΝΑΘΕΜΑ ΠΩΣ!>>, <<Ρωτήσαμε και στα λεωφορεία, ούτε εκεί την είδε κανείς. Τι θες να κάνουμε αφεντικό; Να πιάσουμε πάλι την γειτόνισσα απέναντι; Ήταν φίλη της>>, <<Τι να σας πει μωρέ; Πως έφυγε στο χωριό του άντρα της; Σιγά μην ξέρει την αλήθεια και σιγά μην πάταγε εδώ η Σταμίρη, για χαζή την έχετε; Αφήστε να σκεφτώ και έχετε το νου σας. Θα βάλω κάποιον να παρακολουθεί και τον ανιψιό μου, μη κουνήσει απ' το Διαφάνι>> πέταξε κι έκλεισε το ακουστικό απότομα.

Δύο ΠρόσωπαWhere stories live. Discover now