ΑΣΗΜΙΝΑ

563 20 0
                                    


Η Ασημίνα κοίταξε τη Δρόσω με μίσος. <<Δεν έχουμε να πούμε κάτι>> ψέλλισε. <<ΚΙ ΟΜΩΣ, ΕXΟΥΜΕ! Έκανα ένα φρικτό λάθος, πριν 7 χρόνια. Και το πλήρωσα. Μάζεψα μια βαλίτσα πράγματα κι έφυγα νύχτα από το χωριό. Βρέθηκα στην Τρούμπα, να τραγουδάω και να μου απλώνει χέρι ο κάθε μεθυσμένος. Γέννησα στο σπίτι της γυναίκας που δούλευε στο καμπαρέ σαν υπεύθυνη. Κι έπειτα, Ασημίνα, για να μεγαλώσω την Ελένη, πλάγιαζα για καιρό με άντρες, μέχρι που βρέθηκε στο δρόμο μου ο Γιώργος, ένα βράδυ που η μικρή ψηνόταν στον πυρετό. ΚΙ ΟΛΑ ΑΥΤΑ, για να μη μάθεις ΕΣΥ τίποτα. Για να μη χαλάσω την ευτυχία σου.  Το γάμο σου. Κι όταν ο Νικηφόρος, έμαθε το λόγο που έφυγα και ΚΑΤΑΛΑΒΕ πως ήταν ο πατέρας του παιδιού, δεν του έδειξα ΟΥΤΕ φωτογραφία της μικρής για να μην ξεσηκωθεί και θέλει να τη γνωρίσει, έστω σαν θείος. ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΣΗΜΙΝΑ. Γιατί μετάνιωσα. Γιατί σ' αγαπάω και θέλω το καλό σου. Ξέρω πως νιώθεις προδομένη αλλά τώρα τίποτα από όλα αυτά δεν έχει σημασία>>. <<Τίποτα;>> ψέλλισε η Ασημίνα δακρυσμένη. <<ΤΙΠΟΤΑ, γιατί ο Νικηφόρος δεν ζει κι είμαστε πάλι εκεί που αρχίσαμε. Οι δυο μας. Μόνες μας. Με ένα παιδί που θα μπορούσε να κλείσει και τις δικές σου πληγές, με την αγάπη της. Έλα μαζί μου Ασημίνα. Αυτό το μέρος είναι μια φυλακή για σένα. Έλα δίπλα μου, να ξεκινήσεις από το 0. Η Ελένη έχει τον άντρα της, το γιο της, σε λίγο θα κάνει κι άλλα παιδιά. Εγώ όμως, ΣΕ ΕΧΩ ΑΝΑΓΚΗ!>> της είπε με μία ανάσα. <<Κι εσύ το ίδιο. Έχεις τον άντρα σου, την κόρη σου>>, <<Δεν είναι άντρας μου. Ο Γιώργος δεν πάει με γυναίκες. Είμαστε φίλοι. Με παντρεύτηκε και μου έδωσε το όνομα του, αναγνώρισε το παιδί μου, έκλεισε τα στόματα πολλών που δεν αποδεχόντουσαν την αληθινή του φύση, όμως δεν είμαστε ζευγάρι. Τον αγαπώ, τον λατρεύω περισσότερο από οποιονδήποτε άντρα στον κόσμο, μα σε έχω ανάγκη. Εσύ είσαι ο δικός μου άνθρωπος, Ασημίνα. Έλα μαζί μου. ΣΚΕΨΟΥ ΤΟ, ΕΣΤΩ!>> έκανε με απελπισία. Η κοπέλα άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες, σα χαμένη. <<Καληνύχτα Δρόσω>> πέταξε και μπήκε στο σπίτι.

Ο Γιάννος καθόταν στο κρεβάτι του, κρατώντας ένα λούτρινο σκύλο, όταν μπήκε μέσα η Ασημίνα, σκουπίζοντας τα δακρυσμένα μάτια της. <<Αγοράκι μου; Δεν κοιμάσαι;>> έκανε με περιέργεια κι έκατσε πλάι στον μικρό που την κοίταξε λυπημένος. <<Πού ήσουν θεία;>>, <<Βγήκα να πάρω λίγο αέρα. Γιατί δεν κοιμάσαι;>>, <<Είδα εφιάλτη πως ερχόντουσαν πάλι εκείνοι οι κακοί>>. Η γυναίκα τον αγκάλιασε τρυφερά. <<Δεν θα ξανάρθουν παλικαράκι μου. Μη φοβάσαι. Όλα καλά είναι τώρα>>. Το αγοράκι ξάπλωσε στα πόδια της. <<Θεία, ο θείος ο Νικηφόρος πήγε στον ουρανό;>>. Η καρδιά της σφίχτηκε, μα συγκρατήθηκε. <<Ναι Γιάννο μου. Πήγε στον ουρανό>>, <<Κι είσαι στεναχωρημένη;>>, <<Πολύ. Όμως δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι. Μόνο να τον θυμόμαστε>>. Το παιδί σηκώθηκε και την κοίταξε στα μάτια. <<Θα σε προσέχω εγώ θεία, τώρα που είσαι μόνη σου. Κι ο μπαμπάς, όταν γίνει καλά>>. Η Ασημίνα τον αγκάλιασε. <<Το ξέρω αγοράκι μου. Εσύ, είσαι το καλύτερο παιδάκι στον κόσμο και είμαι πολλή τυχερή που σε έχω>>. Η γυναίκα έριξε μια ματιά στον σκύλο που κρατούσε και τον περιεργάστηκε. <<Πού τον βρήκες αυτόν;>>, <<Μου τον πήρε η Θεοδοσία>>, <<Αλήθεια;>>, <<Ναι, για να με προσέχει τα βράδια είπε που φοβόμουν. Της είπα ότι άμα μεγαλώσω και θέλει, θα την παντρευτώ>>. Η Ασημίνα γέλασε γλυκά. <<Καλά που έχω κι εσένα και με κάνεις να γελάω, μικρέ μου ερωτίλε>>, <<Εγώ θέλω να γελάς θεία και να μου λες αστεία>>, <<Θα σου λέω αγοράκι μου. Μέχρι όμως τότε, θα μου λες εσύ, εντάξει;>>. Ο μικρός έγνεψε θετικά. <<Έλα τώρα να ξαπλώσουμε παρέα, να μη φοβάσαι>>. Τον πήρε στην αγκαλιά της και μοιράστηκαν το μαξιλάρι του. <<Θεία, το ξέρεις ότι και ο θείος μου, ο Γιάννος είναι στον ουρανό; Για αυτό με λένε έτσι>>. Η Ασημίνα δάκρυσε. <<Το ξέρω αγοράκι μου. Το ξέρω>>.

Δύο ΠρόσωπαWhere stories live. Discover now