Είχαν μέρες να επικοινωνήσουν, κι ο Νικηφόρος ήταν χάλια, ποτέ δεν τον είχαν δει τόσο χάλια τα αδέρφια του, ούτε στο θάνατο τον γονιών τους . Έπινε και ξαναπινε, πρωί και βράδυ. Η Πηνελόπη δεν άντεχε την κατάσταση.
Π: Νικηφορε! Σταματά , μα το Θεό, αν πιείς άλλη μια γουλιά τα μαζεύω και φεύγω ! Δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση. Όλο είσαι μεθυσμένος και δεν μας λες καν τι σε κάνει έτσι .
Κ: Ναι ! Τουλάχιστον πες μας ! Το καταλαβαίνεις ότι μας ανησυχείς! Άστο κάτω , τώρα !
Συνέχισε ο Κωνσταντής, και πήρε το ποτήρι από τα χέρια του Νικηφόρου, το έριξε κάτω.
Τα αδέρφια του τον εγκατέλειψαν! Δεν άντεχαν άλλο, έφυγαν μακριά, στο Παρίσι, δεν τους άφησε περιθώρια. Έμεινε μόνος μες τους τέσσερις τοίχους.
Η Ασημίνα στηριζόταν στην δουλειά της , έφευγε πρωί , πρωί και γυρνούσε όταν πια η αδερφές της είχαν κοιμηθεί. Ένα πρωί η Ελένη, με την Δροσω είχαν ξυπνήσει πρωί πρωί, πριν την Ασημίνα, πήραν τις βαλίτσες τους και ακολούθησαν τον Λάμπρο στην Πρέβεζα όπου πήρε μετάθεση. Εκείνη ξύπνησε αργότερα κι είδε το σημείωμα στο τραπέζι το οποίο έγραφε :
" Ασημίνα, λυπάμαι, αλλά φύγαμε για την Πρέβεζα, όπως σου είχα πει ο Λάμπρος πήρε εκεί μετάθεση και τον ακολουθήσαμε ! Εξάλλου, δεν σε βλέπαμε καθόλου τις τελευταίες βδομάδες. Δεν μας μιλούσες , έκανες σαν να μην υπάρχουμε. Συγνώμη αδερφή μου. Αντίο ! " Τότε συνειδητοποίησε ότι από τη στενοχώρια της είχε διώξει τις αδερφές της μακριά .
Αποφάσισε λοιπόν να ξεπεράσει τον Νικηφόρο με τον χειρότερο τρόπο. Ο Πέτρος, το αφεντικό της στην εφημερίδα, της είχε εκφράσει τα συναισθήματα του. Της είχε πει να τα φτιάξουν κιόλας αλλά τότε είχε τον Νικηφόρο. Σκέφτηκε λίγο και έφυγε τρέχοντας.
Πήγε στην εφημερίδα, ο Πέτρος την κοίταξε έκπληκτος. Έφερε το σακάκι του απ'τη κρεμαστρα. Και έτρεξε να της το φορέσει.
Π: Ασημίνα! Έλα φόρεσε το έχει κρυώσει έξω ο καιρός. Το πάει για βροχή .
Α: Ευχαριστώ... Έφυγα χωρίς να πάρω το παλτό μου .
Π: Έκλαιγες;
Α: Όχι, όχι καλά είμαι.
Είπε κι σκούπισε ντροπαλά τα μάτια της.
Π: Τι συμβαίνει; Δεν είσαι καλά το βλέπω.
Α: Θέλω να σου πω κάτι, Πέτρο .
Π: Τι ;
Α: Μου αρέσεις πολύ Πέτρο. Άργησα να το συνειδητοποιήσω αλλά ναι !
Ο Πέτρος χαμογέλασε, κι ήρθε κοντά της . Η Ασημίνα δεν ένιωθε τίποτα κανονικά για τον Πέτρο ήταν ένα παιχνίδι του μυαλού της , για την κάνει να ξεπεράσει τον Νικηφόρο. Όταν ο Πέτρος άρχισε και την πλησίασε όλο και περισσότερο, αγχώθηκε, της ήρθε να κλάψει αλλά συνήλθε και υπέστει την τιμωρία που εκείνη διάλεξε. Με το φιλί του Πέτρου, όλες οι αναμνήσεις από εκείνη και τον Νικηφόρο, πέρασαν από το μυαλό της λες κι ήταν μια ταινία στο σινεμά. Ή ένα ποτάμι αναμνήσεις.
Α: Πέτρο , το ξέρω ότι είναι νωρίς αλλά θέλω να σε παντρευτώ.
Π: Κι εγώ Ασημίνα. Σε λατρεύω.