Η μήνες πέρασαν. Ήρθε το καλοκαίρι, ο Πέτρος είχε αναζητήσει την Ασημίνα πολλές φορές το ίδιο κι οι αδερφές της που κατέβαιναν πότε πότε στο Διαφάνι. Όμως εκείνη δεν ήθελε να δει κανένα . Έμενε με τον Νικηφόρο, όλον αυτόν τον καιρό περνούσαν πολύ. όμορφα.
Ήταν δεκαπενταύγουστος οι δυο τους επισκέφτηκαν ένα μοναστήρι στην Κρήτη, όπου είχαν κατέβει για δουλειές. Ήταν πανέμορφα δίπλα στην θάλασσα. Μετά την λειτουργία οι δυο τους κάθισαν να φάνε σε μια ψαροταβέρνα εκεί κοντά. Μια τσιγγάνα τους πλησίασε.
Τ: Ζευγάρι όμορφο πολύ . Εσύ παλικάρι μου πάρε να τριαντάφυλλο να δώσεις στην πριγκίπισσα σου .
Ν: Ευχαριστούμε, ορίστε .
Τ: Ο θεός να σας έχει καλά .
Ο Νικηφόρος πρόσφερε το τριαντάφυλλο στην Ασημίνα, κατόπιν η τσιγγάνα απομακρύνθηκε. Η Ασημίνα το μύρισε και γοητεύτηκε , χαμογέλασε πονηρά και σηκώθηκε κρατώντας το ψάθινο καπέλο της να μην το πάρει ο αέρας. Έβγαλε τα πέδιλα της και πήγε κοντά στη θάλασσα εκεί που σκάει το κύμα. Περπατούσε για λίγο και μετά φώναξε στον Νικηφόρο.
Α: Τι θα γίνει; Θα έρθεις ; Ή μόνη μου θα την βγάλω .
Ν: Έρχομαι μην ανησυχείς.
Ο Νικηφόρος έβγαλε τα παπούτσια του και πήγε δίπλα της . Της έπιασε το χέρι και την φίλησε. Η χαρά τους ήταν απερίγραπτη, η Ασημίνα παραπάτησε άθελά της και έπεσε στην θάλασσα. Μετά από λίγο βγήκαν καταβρεγμενοι. Και κάλεσαν κούρσα να έρθει να τους πάρει .
Δεν άργησε πολύ οι δυο τους μπήκαν μέσα και απόλαυσαν μια όμορφη διαδρομή μέχρι το διαμέρισμα στην Λάρισα. Ήταν πολύ κουρασμένοι. Και ξάπλωσαν κατευθείαν. Ξαφνικά όμως χτύπησε το κουδούνι, και η Ασημίνα πήγε να άνοιξε. Όταν άνοιξε έμεινε άναυδη
Α: Δρ-Δροσω ;