Κεφάλαιο 5

245 35 15
                                    


Μέσ' από το βάθος των καλών καιρών

οι αγάπες μας πικρά μας χαιρετάνε.Δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, λες.
Κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν
δακρύζεις
που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα,
δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, ας κλαις.

Ξάφνου θα ιδείς δυο μάτια γαλανά

– πόσος καιρός! – τα χάιδεψες μια νύχτακαι σα ν'ακούς εντός σου να σαλεύει
μια συφορά παλιά και ξυπνά.
Θα στήσουνε μακάβριο το χορό
οι θύμησες στα περασμένα γύρω
και θ'ανθίσει στο βλέφαρο σαν τότε
και θα πέσει το δάκρυ σου πικρό.

<<Νοσταλγία>>, Κώστας Καρυωτάκης



Τρεις ημέρες αργότερα, η Μαρκέλλα αποφάσισε να κάνει την πρώτη της βόλτα στον τόπο της.

Αξημέρωτα είχε σηκωθεί πάλι. Ο υπνος δεν την επαιρνε πια για πολυ. Και αφου είχε ξυπνήσει, απο νωρις φρόντισε να ξεκινησει τις δουλειές και έπειτα να καθίσει χαλαρη και να απολαύσει τον καφέ της με θέα το γαλάζιο.

Ελληνικό καφέ...
Δεν θυμόταν καν από ποτέ είχε να πιει. Χρόνια πήγαιναν! Ίσως από τότε που είχε δώσει Πανελλήνιες... Συνηθεια που κόπηκε μόλις είχε πατήσει το πόδι της στην Αθήνα. Τον είχε αντικαταστασει κι αυτόν, όπως πολλά άλλα...

Δεν μπορούσε πια να τον συνηθίσει αλλά δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς... Θα τον υπέμενε, λοιπόν, λίγο ακόμα. Όμως, μόλις κατέβαινε στη Χώρα, το πρώτο πράγμα που θα εκανε, θα ήταν να αγοράσει μια καφετιέρα και αμπούλες.
Ο καπουτσίνο ειχε γινει πια ο εθισμός της! Ο μόνος εθισμός που επέτρεπε στον εαυτό της.

Η ώρα είχε παει πια δέκα, όταν κοίταξε το ρολόι στον καρπό της και σηκώθηκε αργά από την καρέκλα της.

Δεν είχε να κάνει τίποτα αναγκαίο.
Πρώτη φορά!
Σαν ψέμα της φαινόταν! Εκείνη... να καθεται!
Εκείνη που οι μέρες της ήταν πάντα τόσο γεμάτες, που δεν επέστρεφε στο σπίτι της πριν νυχτώσει.

Ας ήταν λοιπόν! Άλλη μια αλλαγή!

Πήρε στα χέρια της τη γαλάζια ζακέτα, που ήταν αφημένη στην καρέκλα διπλα της και την πέρασε στους ώμους της.
Ένα ελαφρύ αεράκι που φυσούσε, σε συνδυασμό με την πρωινή υγρασία του τόπου, διαπέρασε το σώμα της, κάνοντας τη να ανατριχιάσει.

Ο ρόλος της ζωής τηςWhere stories live. Discover now