3. Αμαρτία

2.6K 255 247
                                    

Ο Αλεξάντερ Πιρς οδηγούσε ένα σπορ αμάξι, γρήγορο, χωρίς οροφή. Ο αέρας ήταν ελεύθερος να παρασύρει τα μαλλιά μου στον χορό του. Μακριά, προς την ελευθερία του ουρανού...

Έπεισα την Έλη να έρθει μαζί μας. Δεν δυσκολεύτηκε να δεχτεί, μόλις έμαθε ποιος θα μας συνόδευε. Θαύμαζε από έφηβη τους αδελφούς Πιρς. Έκοβε τις φωτογραφίες τους από τα περιοδικά. Έφτιαχνε κολάζ και μου τα έδειχνε όλη χαρά όταν την επισκεπτόμουν στην Ιταλία.

Τότε που τα πράγματα ήταν πιο απλά μεταξύ μας, και η ξαδέλφη μου ήταν και φίλη μου.

Διασχίσαμε την πόλη. Δρόμους λουσμένους στα νυχτερινά της φώτα. Τελικά, σταματήσαμε σε ένα πιο ήσυχο κομμάτι της. Μπροστά από ένα κτήριο που έμοιαζε παρατημένο, γεμάτο γκράφιτι και βρώμα.

Για ακόμα μια φορά, βιάστηκα να κρίνω την ιστορία απ'το εξώφυλλό της.

Το μέρος ασφυκτιούσε με κόσμο. Ουίσκι και σαμπάνια κυκλοφορούσαν άφθονα μέσα σε ποτήρια. Πλούσιοι μεσήλικες με ακριβά κουστούμια και γυναίκες με κόκκινα βαμμένα χείλη...

Καπνός βάραινε το οξυγόνο. Ιδρώτας, και κάτι που θύμιζε μέταλλο ενάντια στη γλώσσα μου. Αίμα.

«Μείνε κοντά μου», τράβηξα την Έλη από πίσω μου. «Τι είναι εδώ;»

«Εδώ, γλυκιά μου, βρίσκονται όλες οι αμαρτωλές μου απολαύσεις», το βλέμμα του Αλεξάντερ επικίνδυνο, βαρύ με σκοτάδι. «Είναι απλό. Εκεί δίνεις το στοίχημά σου, και εκεί», έδειξε το ρινγκ που ορθώνονταν στη μέση όλου αυτού του κόσμου, «μαθαίνεις αν έγινες πολύ πιο πλούσιος, ή αν θα χρειαστεί να στοιχηματίσεις ξανά».

«Και ποιοι είναι οι άτυχοι πυγμάχοι που χρησιμεύουν ως άλογα του ιπποδρόμου για να σας διασκεδάσουν;»

«Κανένας σημαντικός. Τους μαζεύουν απ'τον δρόμο. Θα έκαναν τα πάντα για μερικά νομίσματα», ένα σήκωμα των ώμων του. «Πάω να σας φέρω ποτά. Μην κουνηθείτε από εδώ».

Μας άφησε μόνες. Χαμένες και, στην περίπτωση της Έλης, τρομοκρατημένες μέχρι αηδίας.

«Θα πεθάνουμε εδώ μέσα, Κριστίνα. Το νιώθω», ανακοίνωσε, μα την αγνόησα.

Η προσοχή μου στο ρινγκ. Στον λόγο που το πλήθος χειροκροτούσε δυνατά και φώναζε επευφημίες.

Μία, μονάχα, λέξη στις κραυγές τους. «Γουλφ».

Και, τότε, τον είδα.

Ψηλό, σε όλο του το μεγαλείο. Αδάμαστο και πανέμορφο, με τον ιδρώτα γυαλιστερό ενάντια στους μυς που έχτιζαν την έκτασή του. Με το δέρμα του ηλιοκαμμένο, στολισμένο από μελάνι και περίτεχνα σχέδια...

Μείνε Μακριά Μου Where stories live. Discover now