24. Η Σειρήνα του Οδυσσέα.

173 17 7
                                    

~Οι σειρήνες όμως έχουν ένα όπλο πιο φοβερό κι απ' το τραγούδι: τη σιωπή τους.~

•Φραντς Κάφκα. («Η σιωπή των σειρήνων»).

Τριτοπρόσωπη αφήγηση.

H Βάλερι σχεδόν τρέχει στους δρόμους του Λάμπεθ προσπαθώντας να απομακρυνθεί από εκείνη την καφετέρια, αγνοώντας τα βλέμματα των ξένων που την κοιτούν ανήσυχα, λες και είναι τρελή. Σταματάει αποκαμωμένη περίπου δέκα λεπτά αργότερα λαχανιασμένη και κάπως κουρασμένη. Το μυαλό της σκέφτεται ασταμάτητα την κίνηση του φίλου της. Αν μπορεί να τον θεωρεί ακόμα φίλο της, δηλαδή. Η ανάσα της βγαίνει γρήγορη και νιώθει τους πνεύμονες της να πονούν.

Μια σουβλιά διαπερνά τη μέση και τα γόνατα της κι αυτό σταματάει απότομα τόσο την καρδιά όσο και τα πόδια της. Η μέση της! Επιβαρύνει τη μέση της! Ένας λυγμός βγαίνει από τα χείλη της, μα προσπαθεί να κρατήσει την ψυχραιμία της. Είναι τόσο μα τόσο μπερδεμένη! Μα γιατί στο καλό έκανε κάτι τέτοιο ο Τζέισον; Τι σκεφτόταν;! Κοιτάει προσεκτικά γύρω της και σχεδόν χαμογελάει όταν δει ένα μαύρο ταξί να πλησιάζει. Σηκώνει το χέρι της και μόλις το όχημα σταματήσει ακριβώς μπροστά της, μπαίνει μέσα.

Ο Τζέισον κοιτάει την άδεια θέση της σαστισμένος. Έκανε βλακεία. Πολύ μεγάλη βλακεία. Όχι μόνο η Βάλερι δεν ανταποκρίθηκε ούτε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου στο φιλί του, αλλά έφυγε και σαν κυνηγημένη από το μαγαζί! Τα έκανε και επισήμως σκατά.

Αφήνει βιαστικά χρήματα στο ξύλινο τραπέζι και βγαίνει από το καφέ που, αυτή τη στιγμή, νιώθει να τον πνίγει. Έχει ανάγκη να τον χτυπήσει λίγος καθαρός αέρας, μήπως και σταματήσει να καίει η χυλόπιτα που τόσο αυθόρμητα του χάρισε η μπαλαρίνα! Περπατάει βιαστικά μέχρι το αυτοκίνητο του και λίγα λεπτά μετά, ξέρει ήδη που ακριβώς θα πάει.

Το ταξί αφήνει τη Βάλερι έξω από το σπίτι της Στέισι, στο Γουέστμινστερ. Μόλις δέκα λεπτά από το σπίτι της Βάλερι. Η κοπέλα πληρώνει γρήγορα τον οδηγό και όσο πιο απαλά μπορεί, βγαίνει από το ταξί. Ο πόνος στα μέλη της έχει καταλαγιάσει λίγο, όμως φοβάται πως το τρέξιμο έχει επιδεινώσει την κατάσταση της. Κοιτάει την πόρτα της καλύτερης της φίλης διστακτικά. Ξέρει πως στην Στέισι αρέσει ο Τζέισον. Πολύ. Κι ό,τι κι αν λέει, όσο κι αν αρνείται πως τον θέλει με τον τρόπο της, η ίδια νιώθει φοβερές τύψεις γι'αυτό που έγινε.

Παίρνει μια βαθιά ανάσα και αρχίζει να περπατάει αργά. Χτυπάει την πόρτα και περιμένει παίζοντας αμήχανα με τη μανίκια της άσπρης ζακέτας της. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, η πόρτα ανοίγει και μια χαμογελαστή και κάπως μπερδεμένη Στέισι εμφανίζεται πίσω της. Και είναι το ίδιο δευτερόλεπτο που μια σκέψη περνάει από το μυαλό της. Η Στέισι δεν θα έπρεπε να είναι σπίτι τώρα. Γιατί είναι;

Όταν η αυλαία πέσει. Where stories live. Discover now