12.Ισμηνη.

346 52 10
                                    

Μπαίνω μέσα και πριν πάω να αλλάξω και να βάλω την στολή βγαίνει η Τζινα.

«Σε θέλει ο κύριος Νικολαιδης στο γραφείο του.Σε περιμένει.»

Οχ.
Τι έκανα;
Επειδή μιλάω στον ενικό με τον γιο του;

«Μην φοβάσαι.Δεν έχεις κάνει κάτι»λεει μάλλον επειδή κατάλαβε ότι τρόμαξα.

Γνέφω το κεφάλι μου και πάω μέσα.
Χτυπάω και όταν απανταει μπαίνω.

«Καλημέρα κύριε Νικολαιδη.Με ζητήσατε;»ρωταω.
«Ναι κορίτσι μου.Έλα.»λεει.

Φαίνεται αγχωμένος.
Ίσως στεναχωρημένος με κάτι.

«Θα μπω αμέσως στο ψητό»λεει.
«Πείτε μου»

«Ο Ορφεας χθες στην δουλειά λυποθυμησε»

Τι;

«Πήγε στο νοσοκομείο.Υπερκόπωση.Ανεμενομενο αφού όλοι μέρα είναι στην δουλειά.»

Υπερκόπωση;
Ποπό.

«Από σένα θέλω αυτές τις μέρες να είσαι μαζί του.Όλη μέρα.Ο γιατρός είπε να ξεκουραστεί.Αρα δεν έχει γραφείο για καιρό.Ούτε να δουλέψει από το σπίτι.Αρα μήν τον αφήσεις να μπει στο γραφείο μου εντάξει;»

Κουνάω απλά το κεφάλι.

«Έχει βιταμίνες στην κουζίνα.Θα σου πει η Τζινα.Πολύ νερό και καλό φαγητό.Θα τον προσεχείς σαν τα μάτια σου.Μόνο μαζί του θα ασχολείσαι.Με κανέναν και τίποτα άλλο!»

Φαίνεται ανησυχεί.
Λογικό όμως.

«Μην ανησυχείτε κύριε Νικολαιδη.»
«Σε ευχαριστώ.Η μαμα σου πως είναι;»
«Με το γύψο ακόμα»
«Περαστικά της.Το όνομα σου ειπαμε;»
«Ισμήνη»λεω.
Και χαμογελάει.

                                          ***

Δεν ήθελα να τον ξυπνήσω αλλά πήγε δέκα και πρέπει να πιει την βιταμίνη του.
Έχω συγκεκριμένες ώρες που πρέπει να το δώσω.

Ανοίγω την πόρτα και μπαίνω.
Δεν κοιμόταν ευτυχώς.
Απλά καθόταν και κοίταζε το ταβάνι.

«Καλημέρα.»λέω ενώ τον πλησιάσω.

«Βιταμίνη.Πρέπει να την πάρεις τώρα»λεω.
Κάνει μια γκριμάτσα αηδίας.
«Πρωί πρωί;»
«Οδηγίες γιατρού»λεω και σηκώνεται.
Φτιάχνω τα μαξιλάρια πίσω και κάθεται με την πλάτη σε αυτά.

Του δίνω το ποτηρι και το πίνει μονορούφι ευτυχώς.

Το αφήνω στο κομοδίνο και πάω στα παράθυρα.Ανοίγω τις κουρτίνες επειδή είναι σκοτεινά και μετά τα παράθυρα για να αεριστεί το δωμάτιο.

Κάπου Ανάμεσα (#4 ΠΛΟΥΣΙΟΠΑΙΔΑ)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora