Κεφάλαιο 1°

770 121 28
                                    

Πουέρτο Ρίκο
Ακτή, Κάμπο Ρόχο


Ο ήλιος έκαιγε παρόλο που έβρεχε λίγα λεπτά νωρίτερα ενώ η βρωμιά που είχαν αφήσει πίσω τους οι λιγοστοί ψαράδες ανεδυε μια δυσωδία καθώς στέγνωνε στο τσιμέντο του μόλου.
Πεταμένα καλάμια, δόλωμα, σκουλίκια... Ψυγεία γεμάτα με ψάρια , φαγητά και ποτά. Όλα είχαν μείνει πίσω.
Τι να προλάβει να πάρει άλλωστε κανείς και να τρέξει στα δύο του χέρια;

Οι εντολές ήταν σαφέστατες.
Είχαν 3 λεπτά να αδειάσουν το λιμάνι πριν πλησιάσει και δέσει το πλοίο. Σε αυτά τα λεπτά εκείνοι έτρεχαν να σώσουν τη ζωή τους ενώ δεκάδες άλλοι οπλισμένοι άντρες ασφαλιζαν τη γύρω περιοχή. Το λιμάνι για τις επόμενες ώρες θα ήταν κλειστό. Όπως ακριβώς κλειστά ήταν και τα στόματα των κατοίκων της περιοχής χρόνια τώρα.

Ένα σκουριασμένο πλοιάριο άρχισε να αχνοφαινεται και εκείνος αναστέναξε από ικανοποίηση. Στην ιδέα και μόνο του θεάματος που θα ακολουθούσε, το δεξί του χέρι βρέθηκε μονάχο του να τρίβει το ήδη ερεθισμένο του μόριο.
Ένα μήνα περίμενε για να τελειώσει το μάζεμα άλλωστε. Στα μάτια του ήταν ήδη αρκετός καιρός.

Η κόρνα του πλοίου σφύριξε, οι άντρες τριγύρω τέθηκαν σε επιφυλακή και η πρώτη τσιριδα έφτασε και γαργαλησε τα αυτιά του ερεθίζοντας κάθε κύτταρο του κορμιού του.
Το τσιγάρο που κοσμούσε τα χείλη του στραβωσε μαζί με το χαμόγελο του και βλέποντας τη πόρτα του πλοίου να κατεβαίνει, πλησίασε πιο κοντά.

Οι αλυσίδες ήταν βαριές και κάθε ανθρώπινη ύπαρξη που ηταν δεμένη με αυτές, φορούσε ένα σκισμένο , βρώμικο καφέ καραβόπανο για ρούχο. Πόδια μελανιασμενα από τη "καλοπέραση" , μαλλιά ανακατεμένα, μάτια χαμένα...
Η ίδια εικόνα ξανά και ξανά...
Μια εικόνα που δεν έδειχνε να βαριέται ποτέ.

Πρώτα κατέβασαν τα αγόρια. Τα κοίταξε καλά καλά και στραβομουτσουνιασε. Ούτε δεκαπέντε δεν κατάφεραν να μασουν.. Ήταν πολύ απογοητευμένος πριν καν τα δει.
Κοίταξε το τρίτο από την αρχή σκεπτικός ενώ μόλις ο άντρας που τα έσερνε το αντιλήφθηκε σταμάτησε μονομιάς.
«Το θες αφεντικό;» ρώτησε και εκείνο κοίταξε μπερδεμένο. Ήταν το πιο μικρό.
Πέρα από το φόβο για την απώλεια της μάνας του , δεν είχε ιδέα τι ακριβώς μπορεί να ήθελε από εκείνο αλλά και να είχε, ήταν τόσο ναρκωμενο που δε θα κατάφερνε να φέρει αντίσταση.

«Χτικιάρικο είναι! Τι να το κάνω; Βάλτο όμως στο Ε4 για τον Ματίας, τα λατρεύει κάτι τέτοια!» Με την εντολή, ο άντρας άρχισε πάλι να περπατά και να σέρνει τα αγόρια πίσω του. Δεν χρειαζόταν άλλη κουβέντα. Κανένας δεν ήταν ασφαλής άλλωστε . Ούτε καν οι ίδιοι οι άνθρωποι που δούλευαν για εκείνον.

The Protector 7: El Scorpio Donde viven las historias. Descúbrelo ahora