Κεφάλαιο 6

39 9 18
                                    

Η Κρυσταλλία ξεφύσηξε καθώς σηκωνόταν από το κρεβάτι πιάνοντας τα ιδρωμένα μαλλιά της με ένα λαστιχάκι. Την εκνεύριζε η καταιγίδα που είχε ξεσπάσει από το μεσημέρι που δεν της επέτρεψε να κάνει μπάνιο στην θάλασσα. Το βραχιόλι με τα φυλαχτά εξακολουθούσε να κοσμεί το χέρι της. Δεν της είχε προκαλέσει τον παραμικρό δερματικό ερεθισμό, δεν την είχε ενοχλήσει καθόλου έτσι το φορούσε με ευχαρίστηση. Αποφάσισε να πάει μόνη της στην θάλασσα καθώς δεν μπορούσε να σταματήσει να το σκέφτεται ούτε είχε την υπομονή να περιμένει τις κατάλληλες καιρικές συνθήκες. Έτσι, έβαλε το πράσινο μαγιό της μαζί με ένα παρεό, φόρεσε τις σαγιονάρες της και έβαλε πολλά αρκουδάκια κάτω από το πάπλωμα έτσι που να φαίνεται σαν να ήταν η ίδια εκεί.
  Έκλεισε απαλά την πόρτα του δωματίου της. Η ησυχία που βασίλευε στο σπίτι την ενθάρρυνε έτσι κατέβηκε την σκάλα με ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο να φωτίζει το γλυκό της πρόσωπο. Αποφάσισε να βγει από το παράθυρο του βιβλιοπωλείου έτσι βάζοντας δύναμη σήκωσε το παντζούρι και αφού στηρίχτηκε για να βρει την ισορροπία της πήδηξε και προσγειώθηκε με ασφάλεια στο πεζοδρόμιο με το νυχτερινό κρύο αέρα να φυσά προς τα πίσω τα μαλλιά της ενώ η βροχή νότιζε το πρόσωπο αλλά και το κορμί της έτσι ξεκίνησε να τρέχει ακολουθώντας τον μεγάλο δρόμο που οδηγούσε στην κοντινότερη  παραλία.
  Η νύχτα ήταν ήσυχη. Ο κόσμος είχε κλειστεί στα σπίτια του αφήνοντας στην καταιγίδα την κυριαρχία. Ο άνεμος που φυσούσε χτυπούσε τα κλαδιά των δέντρων μεταξύ τους δημιουργώντας μια τρομακτική συμφωνία ενώ πέταλα και φύλλα κάλυπταν μεγάλο μέρος του δρόμου.
  Όταν επιτέλους έφθασε στην παραλία, η Κρυσταλλία έβγαλε το παρεό της πετώντας το στην παγωμένη άμμο που τριβόταν στα δάχτυλα των ποδιών της. Σήκωσε τα ανοιχτόχρωμα μάτια της προς την πλευρά του κόκκινου φεγγαριού που στεκόταν σαν βασιλιάς πλαισιωμένος από τα αστέρια και το βαρύ πέπλο της νύχτας ρίχνοντας το άλικο φως του στη θάλασσα αλλοιώνοντας το μπλε της χρώμα. Η βροχή δεν διευκόλυνε τα πράγματα καθώς η ίδια ήταν μουσκεμένη ως το κόκκαλο. Τα νερά φούσκωναν και αγρίευαν  και όταν κατέληγαν στην ακτή θυμωμένα έβγαζαν έναν δυνατό κρότο που συνοδευόταν από αλμύρα και αφρό.
   Ένα αίσθημα ανησυχίας άρπαξε την καρδιά της ξεκινώντας να την στύβει σαν πορτοκάλι ενώ εικασίες  γέμισαν το ανήσυχο μυαλό της :τι θα γινόταν αν τώρα ο πατέρας της ερχόταν στο νησί  και έσερνε με το ζόρι την Υακίνθη στην Μάνη? Η ίδια θα έμενε μόνη της με  ένα σωρό τέρατα που θα έβγαιναν από το κρεβάτι και τις ντουλάπες απειλώντας να ξεσκίσουν την σάρκα της. Ένιωθε τους φόβους της να παίρνουν μορφή. Τους φανταζόταν σαν τεράστια αρπακτικά με γαμψά νύχια που απλώνονταν προς το μέρος της.
««Όχι!»» φώναξε η ίδια πιάνοντας το κεφάλι της. ««Η μαμά μου είναι καλά, είναι στο σπίτι και κοιμάται! Τίποτε κακό δεν θα της συμβεί! Όσο για τα τέρατα, αυτά είναι  τρομακτικές ιστορίες που λένε πολλοί μεγάλοι δήθεν για να δασκαλέψουν τα παιδιά να μην απομακρύνονται για παράδειγμα από κοντά τους αλλιώς θα τους φάει ο μπαμπούλας. Όμως, αυτοί που τα μεταδίδουν αγνοούν τους εφιάλτες, το τι μπορεί να πλάσει το υποσυνείδητο ενός παιδιού...»»
  Η λογική της επικράτησε έναντι της μαγείας που ασκούσε το φεγγάρι το οποίο πήρε ένα πιο ανοιχτό χρώμα..
  Ξαφνικά, χάθηκε η παραλία μπροστά από τα μάτια της Κρυσταλλίας. Βρισκόταν μπροστά από ένα ναυάγιο σε μια λίμνη με κατάμαυρα νερά. Στάχτες αιωρούνταν καθώς περπατούσε πάνω στο λερό έδαφος.
««Κόρη μου! Έλα στην αγκαλιά μου!»» είπε η Υακίνθη με δάκρυα στα μάτια φορώντας το νυφικό της φόρεμα ενώ στα χέρια της κρατούσε ένα μπουκέτο ανθισμένους κρίνους. Η μικρή έκανε δύο βήματα προς την μεριά της όταν η μητέρα της έβγαλε μια ανατριχιαστική κραυγή. Μια μαύρη τρίαινα είχε τρυπήσει την πλάτη της και οι αιχμές βγήκαν από το στήθος της ραινοντας την γη με το αίμα της ενώ η ζωή χάθηκε από τα καταγάλανα μάτια της.
««Εσύ! Εσύ το έκανες! Εσύ την  σκότωσες μικρή με την επιλογή σου ! Δώσε μου το βραχιόλι με τα φυλαχτά σου να το πάω στη βασίλισσα μου!»» μια γυναικεία φωνή σαν απόσταγμα σκοταδιού, από αυτό που είναι σύμμαχος των δολοφόνων, εμφανίστηκε πίσω από την μητέρα της χαμογελώντας της μοχθηρά. Μπλε μαλλιά, ασημένια πανοπλία, γυμνασμένοι μυς και πρόσωπο πάλλευκο σαν κιμωλία που την κάρφωνε με τα μάτια της που λαμπύριζαν με μια μωβ λάμψη.
««Όχι! Δεν το δίνω! Είναι δικό μου!»» τσίριξε ενώ έπεσε πάνω από το σώμα της μαμάς της.
«« Συγχαρητήρια εγγονή μου!»» μια επιβλητική γυναικεία φωνή ακούστηκε κάπου από πίσω της, γάργαρη και ορμητική σαν καταρράκτης. Ξανθά μακριά μαλλιά και ευγενικά γαλανά μάτια με μια τιάρα στο κεφάλι της στεκόταν πλαγίως σε έναν βράχο εκεί κοντά με τη λευκή ουρά της.
««Γιαγιά!»»
««Κάνε αυτό που πρέπει κοριτσάκι μου και μην φοβηθείς ούτε για μια στιγμή. Χάρη και δύναμη ας ακολουθεί το κάθε σου βήμα. Κουράγιο  ας έχει η ψυχή σου και αντοχή η καρδιά σου . Σε αγαπώ πολύ και εσένα και τις κόρες μου, την Υακίνθη μου και την Κοραλλία μου! Αν κάτι μετανιώνω, είναι που δεν μου δόθηκε χρόνος μαζί σας. Στο υπόσχομαι όμως πως αν τα πας καλά, θα έχουμε όλο τον χρόνο του κόσμου για εμάς.»» της είπε με νοσταλγία χαμογελώντας της με εμπιστοσύνη.
««Αρκετά!»» φώναξε η Τιτάνια πετώντας την τρίαινα με στόχο την καρδιά της Κρυσταλλίας με την Μαρίλια να χτυπά με παγωμένους κρυστάλλους την αντίπαλο της πετώντας την λιπόθυμη στο χώμα.
Οι μορφές ξεκίνησαν να ξεθωριάζουν με την Κρυσταλλία να νιώθει ανακούφιση καθώς μύριζε και πάλι τον θαλασσινό αέρα επιστρέφοντας στις γνώριμες εικόνες. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Το όραμα της είχε δώσει απαντήσεις και κατεύθυνση πια. Δεν ήξερε αν ήταν παιχνίδι μαγείας, προφητικό όνειρο για τα μελλούμενα ή δοκιμασία.
  Πήρε μια βαθιά ανάσα προχωρώντας μέσα στα παγωμένα ύδατα  με  τα μάτια της να  κοιτούν  με πεισματικά  το κόκκινο φεγγάρι.
Λύγισε τα γόνατα της και άφησε το κορμί της έρμαιο των ρευμάτων καθώς βουτούσε ολόκληρη μέσα στην θάλασσα μένοντας στο σκοτάδι της ησυχίας. Πήρε μια αναπνοή ενώ τα μάτια της έβλεπαν κανονικά όπως και την μέρα. Η φύση της ανταπέδωσε την γενναιότητα της.
  Όταν έβγαλε το κεφάλι της έξω, φως μαγικό την τύλιξε με κόκκινες και γαλάζιες φλόγες να τυλίγονται σαν κορδέλες γύρω απο κάθε σημείο του σώματος της Κρυσταλλίας ανάλαφρα ενώ ο αέρας την σήκωσε κάνοντας την να δει την θέα από ψηλά. Τα αστέρια λες και ξεκόλλησαν από τον ουρανό βρίσκοντας το νέο τους καταφύγιο στην πλαϊνή αριστερή μεριά του προσώπου της ανάμεσα στην άκρη των ματιών και στην άκρη των χειλιών της σχηματίζοντας ένα μισοφέγγαρο. Ένιωσε μια απίστευτη ευφορία να κατακλύζει κάθε κύτταρο της ενώ μουσική γέμιζε τα αυτιά της. Τα φυλαχτά λαμπύρισαν με λευκή λάμψη ενώ το φεγγάρι έλουσε με το ασήμι του την θάλασσα. Το μαγιό της εξαφανίστηκε δίνοντας την θέση του σε ένα ολόχρυσο  μεταξένιο  φόρεμα  ενώ τα μάτια της έγιναν ασημένια για λίγες στιγμές.
  Οι αέρηδες την προσγείωσαν στην άμμο. Χειροκροτήματα ακούστηκαν με τον Κασπιαν, την Λιντιάνα και μια ακόμη πάνοπλη γυναίκα να εμφανίζονται την στιγμή που δελφίνια αφιέρωναν το τραγούδι τους σε εκείνη που ένιωθε τα δάχτυλα των ποδιών της να μαζεύονται από συγκίνηση.
«Ζήτω η πριγκίπισσα Κρυσταλλία η Φεγγαρογητεμένη»» ζητωκραύγαζαν με ανθρώπινη φωνή.

  Οι τρεις άρχοντες  της θάλασσας υποκλίθηκαν.
««Θα προστατεύουμε και θα υπηρετούμε»» είπαν ταυτόχρονα βάζοντας το χέρι τους στην καρδιά.
««Ποια είναι τα πραγματικά σας ονόματα?»»
««Κάσπιαν, Λιντιάνα και Μόργκαν πριγκίπισσα.»» απάντησε η τρίτη της συντροφιάς που ήταν δεσμοφύλακας και αρχηγός του Πρώτου Χρυσού Τάγματος.
««Είμαι απλά η Κρυσταλλία»»

ΣΚΙΕΣ ΚΑΙ ΦΩΣ #TYS2023Where stories live. Discover now