Κεφάλαιο 3

40 10 32
                                    

Αφιερωμένο σε Marypap15

Πριν αρκετά χρόνια...
Η βροχή χτυπούσε με μανία τις στέγες των αρχοντικών σπιτιών στην εύπορη περιοχή που ήταν περιτρυγιρισμένη από ένα πυκνό δάσος. Το κρύο είχε θολώσει τα κλειστά τζάμια ενώ το νερό σχημάτιζε μια κουρτίνα καθιστώντας δύσκολη την ορατότητα ενώ ξέπλενε τους γεμάτους με σκόνη δρόμους. Τέλη Μάρτη και ο καιρός δεν καλυτέρευε. Ένα λεπτό στρώμα φωτός είχε ξεκινήσει να κάνει την εμφάνιση του στο ουρανό διώχνοντας τις σκιές της νύχτας ενώ ένας κόκορας λάλησε. Ξημέρωνε.
Στο εσωτερικό ενός αρχοντικού σπιτιού , μια έγκυος γυναίκα δεν μπορούσε να απολαύσει τον ύπνο της. Ένα κακό προαίσθημα την βασάνιζε κάνοντας την να χαϊδεύει προστατευτικά την φουσκωμένη της κοιλιά όπου ζούσαν τα δύο κορίτσια της που σε τέσσερις μήνες θα τα καλωσόριζε στον κόσμο.
Αποφασίζοντας να πάει στην κουζίνα να φάει κάτι, τίναξε τις κουβέρτες από πάνω της ανακουφισμένη. Δεν ήξερε αν έφταιγαν οι ορμόνες αλλά ζεσταινόταν πάρα πολύ. Κοίταξε τον σύζυγο της με ένα τρυφερό χαμόγελο. Το στήθος του με τις πυκνές μαύρες τρίχες ανεβοκατέβαινε ρυθμικά ενώ ανάσαινε ήρεμα, τα βλέφαρα του σκίαζαν τα λεπτά του μάγουλα με μια έκφραση απόλυτης ηρεμίας να έχει απλωθεί στο πρόσωπο του. Δεν θα τον χαρακτήριζες ακριβώς όμορφο, όμως το γεμάτο με γωνίες λεπτό του πρόσωπο μαζί με τα πυκνά μαύρα μαλλιά που έφταναν ως την βάση του λαιμού του σε συνδυασμό με τα σκουροπράσινα μάτια του ήταν ενδιαφέρον. Αφήνοντας του ένα φιλί στο γυμνό του ώμο, σηκώθηκε βγαίνοντας αθόρυβα από την κρεβατοκάμαρα όπου το σκοτάδι καταπολαμούσε ένα πορτατίφ που έβγαζε ένα τριανταφυλλένιο φως.
Κατέβηκε με προσοχή τις σκάλες μπαίνοντας στην κουζίνα. Παρατήρησε ότι η φωτιά στο τζάκι κόντευε να σβήσει έτσι πήγε κοντά στο σημείο με τα στοιβαγμένα ξύλα. Είχε λυγίσει τα γόνατα της χωρίς να σκέφτεται ότι απαγορευόταν στην κατάσταση της το να σκύβει ή να σηκώνει βάρη.
««Μην διανοηθείς και σκύψεις μικρή»» ακούστηκε μια ήρεμη βραχνή ανδρική φωνή ακριβώς από πίσω της. Εκείνη ίσιωσε το κορμί της κοιτώντας τον ήσυχα με τα καταγάλανα μάτια της. Ο Ανδρέας την πλησίασε τρίβοντας απαλά με τα δάχτυλα του τα ζυγωματικά της. Η Μαρίλια ένιωσε με αυτό το άγγιγμα, ότι ήθελε ακόμη περισσότερα όμως ντρεπόταν για αυτό. Το γυμνασμένο ψηλό του σώμα που καλυπτόταν μόνο από ένα μαύρο εσώρουχο την ωθούσε σε καυτές φαντασιώσεις με τους δύο τους .Τα μάτια του την κοίταξαν διερευνητικά με αυτό το ύφος που θα έλεγε κανείς ότι διάβαζε τις σκέψεις οι οποίες δεν περνούσαν το φράγμα των δοντιών της γιατί δεν ήθελε να την περάσει για ξαναμμένη που σκέφτεται μόνο το σεξ. .
«« Γιατί σηκώθηκες τόσο νωρίς?»»ρώτησε φιλώντας το μέτωπο της ενώ το χέρι του έτριψε καθησυχαστικά την κοιλιά της. Την έβρισκε απίστευτα ελκυστική έτσι όπως ήταν με την λευκή νυχτικιά με την δαντέλα στις άκρες των κοντών μανικιών. Τα στήθη της μαζί με τις καμπύλες της είχαν γίνει πιο ζουμερά ενώ τα μάγουλα της έμοιαζαν με ώριμα μήλα.
««Πεινάμε!»» είπε απαλά σφίγγοντας με τα δάχτυλα της το χέρι του. Ο Ανδρέας την κοίταξε με ένα πονηρό χαμόγελο να εμφανίζει τα χαριτωμένα του λακκάκια. Με μια κίνηση, την σήκωσε στην αγκαλιά του σε στυλ νύφης ξεκινώντας να φιλά τα χείλη της παθιασμένα με την Μαρίλια να νιώθει έντονες συσπάσεις κάτω από την κοιλιά της που ζητούσαν απεγνωσμένα επαφή με τον άνθρωπο που μπορεί να της προξένεψαν οι γονείς της μα είχαν καταφέρει να αγαπηθούν.
Την τοποθέτησε πάνω στο τραπέζι από ξύλο κερασιάς με τον ίδιο να φιλά τα στήθη της, την κοιλιά της για να καταλήξει στην ευαίσθητη περιοχή της που την έγλυφε και την ρουφούσε με ιδιαίτερη μαεστρία. Η Μαρίλια αναστέναζε έντονα με τα πόδια της τυλιγμένα γύρω από το κεφάλι του ενώ ο Ανδρέας ένιωθε την στύση του να μεγαλώνει μέσα από το εσώρουχο του. Όταν οι πλούσιοι χυμοί του οργασμού της κατρακύλησαν στο στόμα του εκείνος την ξάπλωσε απαλά με την πλάτη της να δροσίζεται από την παγωμένη επιφάνεια του μαρμάρινου πάγκου. Τα μαλλιά της απλώθηκαν σαν πέπλο ενώ τα μάτια τους έγιναν ένα με τον Ανδρέα να γονατίζει πάνω στον πάγκο με το κεφάλι της Μαρίλιας να βρίσκεται ανάμεσα τους. Εκείνη τον γευόταν με την γλώσσα της ενώ ο Ανδρέας βογγούσε από την ηδονή. Τελείωσε πάνω στα στήθη της με την Μαρίλια να έχει ένα χαμόγελο ευτυχίας στο πρόσωπο της. Εκείνος την πήρε προσεκτικά στην αγκαλιά του και αφού την σκούπισε με μια βρεγμένη μαλακή πετσέτα , την έβαλε να καθίσει σε μια πολυθρόνα σε λογική απόσταση από το τζάκι.
Λίγη ώρα αργότερα, ήταν και δύο τους ντυμένοι με σιδερωμένα ρούχα που μύριζαν φρεσκάδα, ο άνδρας με ένα γαλάζιο πουκάμισο και μαύρη άνετη φόρμα ενώ η Μαρίλια με ένα υπέροχο τυρκουάζ φόρεμα και καλσόν ενώ κρατούσε σφιχτά μια μάλλινη κουβερτούλα που σκέπαζε τα πόδια της . Το τζάκι δημιουργούσε μια ευχάριστη ατμόσφαιρα με τις φλόγες να τρώνε λαίμαργα τα ξύλα.
««Πες μου τι τραβάει η όρεξη σου για πρωινό , μικρή μου!»» είπε τρυφερά ο Ανδρέας βγάζοντας τα απαραίτητα υλικά από τα ξύλινα ντουλάπια.
««Κάτι γλυκό»» είπε αδιάφορα με τον Ανδρέα να νεύει καταφατικά. Η Μαρίλια παρατηρούσε τον άντρα της που με σταθερά χέρια έσπαγε τα αυγά χωρίζοντας τα ασπράδια από τον κρόκο. Μέσα στο μεγάλο μπολ με τα ασπράδια έβαλε γάλα μαζί με μπόλικο αλεύρι, δύο κούπες ζάχαρη και λίγο αλάτι ξεκινώντας να τα ανακατεύει γρήγορα. Έβαλε λίγο βούτυρο να λιώνει μέσα στο τηγάνι σε μέτρια φωτιά, και έπειτα έριξε το μείγμα που σχημάτιζε ένα ομοιόμορφο στρόγγυλο σχήμα με την μύτη της να ανοίγει από τις μυρωδιές. Το μυαλό της έτρεχε με χίλιες στροφές στην προθυμία του άντρα που κάποτε για αυτήν ήταν ξένος, όμως με την υπομονή του και κυρίως με τις πράξεις του την έκανε να αναθεωρήσει πολλά πράγματα για το πώς λειτουργούν οι ισορροπίες σε μια οικογένεια.
Στο πατρικό σπίτι των γονιών της, ως μικρότερη κόρη δεν είχε κανένα λόγο στις αποφάσεις της μητέρας Καλλιόπης η οποία ήταν απίστευτα χειριστική και γκρινιάρα που κούραζε τον πατέρα Πέτρο ο οποίος κουρασμένος από την δουλειά στο κρεοπωλείο, έκανε πίσω σε κάθε της απαίτηση.
Επί της ουσίας, η Μαρίλια θυμόταν τον εαυτό της να κάνει μόνο δουλειές στο σπίτι σε καθημερινή βάση, τις απαγορεύσεις της μητέρας καθώς και τα συχνά ξεπορτίσματα της τις νύχτες που ένιωθε ότι οι τοίχοι θα την πλάκωναν αν δεν έβγαινε και λίγο έξω μαζί με την φίλη της, την Αρετή . Η μόνη της ελπίδα και ο μεγάλος της καημός ήταν οι σπουδές στην πόλη, την ευκαιρία την οποία άρπαξε η Έριδα που ήταν η πρωτότοκη αγαπημένη κόρη της Καλλιόπης. Επί της ουσίας, δεν είχε νιώσει ποτέ κομμάτι της οικογένειας της, δεν ένιωθε ποτέ επιθυμητή. Έναν καλό λόγο δεν άκουσε ποτέ από τα χείλη τους για αυτό τους είχε διαγράψει ολοκληρωτικά από την μνήμη καίγοντας τα γράμματα που κατά καιρούς έφταναν στα χέρια της.
Η ίδια είχε υποσχεθεί στον εαυτό της να μην ξεχωρίσει ποτέ τις μικρές της. Δεν ήθελε να αισθανθεί καμία απογοήτευση με τον πικρό κόμπο της αδικίας να τους πνίγει την φωνή. Δεν ήθελε να κλαίνε κρυφά μουσκεύοντας με δάκρυα τα μαξιλάρια. Γιατί όλα αυτά ήταν η ζωή της παραπάνω από δέκα χρόνια πριν γνωρίσει τον Ανδρέα της.
Οι τηγανίτες είχαν πια ετοιμαστεί με τον Ανδρέα να βάζει σιρόπι στην κορυφή τους μέσα σε ένα πορσελάνινο πιάτο με πουλιά ζωγραφισμένα επάνω τους ενώ η Μαρίλια σηκώθηκε για να στρώσει το τραπέζι με το τραπεζομάντιλο με τα τετράγωνα στα χρώματα του κόκκινου και του λευκού. Ο Ανδρέας έστυψε δύο πορτοκάλια βάζοντας τον θρεπτικό χυμό μέσα σε ένα κρυστάλλινο ποτήρι το οποίο τοποθετήθηκε στο τραπέζι μαζί με τα μαχαιροπίρουνα ενώ η Μαρίλια του έψηνε τον καφέ του την στιγμή που ο ήλιος κατάφερε ασθενικά να βγάλει τον εαυτό του από την πνιγηρή συννεφιασμένη αγκαλιά. Όταν κάθισαν στις ξύλινες καρέκλες, δίπλα δίπλα ξεκίνησαν να τρώνε με όρεξη το λιτό τους πρωινό.
««Τι έχεις εσύ σήμερα? Σε βλέπω κάπως... παράξενο. Σαν κάτι να θες να μου πεις.»»
««Είσαι μια γάτα εσύ..»» την πείραξε χαϊδεύοντας τα μαλλιά της βάζοντας μια μπουκιά από τις μαλακές τηγανίτες που έλιωναν στο στόμα του ρουφώντας την αίσθηση του σιροπιού, καθώς σηκωνόταν από το τραπέζι. Πήγε προς ξεχαρβαλωμένο συρτάρι κάτω από τον φούρνο βγάζοντας από το εσωτερικό του φακέλους και τετράγωνες φωτογραφίες. Επέστρεψε γρήγορα κοντά της ρωτώντας την :
««Η Έρις θυμάσαι που σπούδαζε στην πόλη?»» ρώτησε με την Μαρίλια να κουνά το κεφάλι της καταφατικά μην αφήνοντας τα αισθήματα της να βγουν στην επιφάνεια.
««Από ό, τι φαίνεται τα χρήματα που δίνουν οι δύσμοιροι οι γονείς σου πήγαν στις βόλτες και στα λούσα της, αλλά και στις πομπές της...δες και μόνη σου»» της είπε ξεφυσώντας σκασμένος δίνοντας της το πακέτο. Εσμιξε τα φρύδια της και σπρώχνοντας το πιάτο της στην άκρη, τις πήρε μπροστά της.
Αηδία την πλημμύρισε μαζί με ένα αίσθημα να γελάσει όσο πιο δυνατά μπορούσε στην θέα της Έριδας που πόζαρε προκλητικά χαμογελώντας πρόστυχα με δύο γυμνασμένους άντρες που φαίνονταν πολλά χρόνια μεγαλύτεροι της, να της καλύπτουν με τα χέρια τους τα γυμνά στήθη της. Στην δεύτερη φωτογραφία, είδε μια γυναίκα με καστανά ίσια μαλλιά που τα είχε μαζέψει σε αλογοουρά, άψογα μακιγιαρισμένη με μια γούνα λευκής αλεπούς στους ώμους της με το γεμάτο της σώμα να έχει μαύρα δαντελένια εσώρουχα γονατισμένη πάνω σε ένα κρεβάτι με κόκκινα σεντόνια, με το μαύρο της βλέμμα κοιτούσε υπερήφανα ενώ το αριστερό της χέρι αναπαυόταν πάνω στα οπίσθια της αδελφής της που είχε ανοίξει ελάχιστα τα χείλη της σε ένα παγωμένο χαμόγελο. Ωστόσο, η τρίτη ασπρόμαυρη εικόνα αφορούσε ένα δημοσίευμα μιας εφημερίδας το οποίο καταδίκαζε την νεαρή σε πέντε χρόνια φυλάκισης για διακίνηση ναρκωτικών σε μπαρ. Η Έρις εικονιζόταν με χειροπέδες με το πρόσωπο της να είναι πλήρως αλλοιωμένο από ένα ουρλιαχτό. Οι μάσκες είχαν πλέον πέσει για όλους και ο καθένας πλέον βάδιζε στο μονοπάτι των επιλογών του.
««Τι σχέση έχει αυτό με εμάς δεν καταλαβαίνω!»» είπε η Μαρίλια με την φωνή να ακούγεται πιο ψυχρή και από πάγο. Σηκώθηκε και πέταξε τις φωτογραφίες στην φωτιά μαζί με το κλειστό γράμμα σε εκρού χρώμα.
««Οι γονείς σου μου ζήτησαν να μεσολαβήσω για να πέσει στα μαλακά όμως εγώ ήθελα να σε ρωτήσω. Πιστεύεις αξίζει τον κόπο? Δεν ξεχνώ ότι πριν παντρευτούμε, μου έλεγε συνέχεια να σε προσέχω γιατί είσαι μια κοπέλα αμόρφωτη, χαζορομαντική και αναξιόπιστη διαβεβαιώνοντας με ότι σίγουρο το είχε το κέρατο καθώς και τον χωρισμό μας.»»
Ένα γέλιο υποδέχθηκε τα λόγια του με την Μαρίλια να συνεχίζει το πρωινό της με όρεξη.
««Αυτό που βρίσκω αστείο... Είναι το ότι πάντα αποκαλούσε ως ιερόδουλες αυτές που δεν συμπαθούσε και τώρα έγινε με την βούλα! Όσο για τους γονείς μου, άστους ας ζήσουν με τις τύψεις τους και ας καμαρώνουν το ζώο που έχουν για παιδί αν και είμαι σίγουρη ότι η Καλλιόπη θα βρει χίλιες δύο δικαιολογίες, δεν θέλω να ανακατευτούμε ξανά με αυτούς. »» είπε με τον Ανδρέα να νεύει καταφατικά με μια ανάσα ανακούφισης. Το ζήτημα πλέον θεωρούνταν λήξαν.
««Δηλαδή δεν συγχωρείς τους γονείς σου?»»
««Ποτέ! Ποτέ όσο ζω, δεν θα το κάνω! Εμένα με καταδίκασαν στην μοναξιά και στο ξύλο για χρόνια ενώ την άλλη την έκαναν μια κακομαθημένη, δεν της έβαλαν όρια. Ορίστε τώρα τα κατορθώματα της! Όταν πρωτοήρθα εδώ, όλα φαίνονταν ξένα σε εμένα από εσένα μέχρι και την διακόσμηση του σπιτιού μας. Η μητέρα σου που την αγαπώ πάρα πολύ κάθε φορά που ερχόταν, με ρωτούσε πώς είμαι, με ρωτούσε για τα όνειρα μου, μου έμαθε να γράφω και να διαβάζω, με άκουγε ... Όπως και η οικονόμος... Όπως εσύ που με αγκάλιαζες και ένιωθα να λιώνω από αγάπη, αισθανόμουν ενοχή γιατί πίστευα ότι δεν την άξιζα. Ποτέ δεν κατάλαβα πόσο προστατευτικός μπορεί να γίνει κανείς με τους ανθρώπους του, το πίστεψα όταν σε είδα να χτυπάς έναν βαρόνο φίλο σου που έλεγε ότι είμαι χρυσοθήρας... Το πίστεψα όταν ένιωσα την επιθυμία να αποκτήσω αυτά τα πλασματάκια μαζί σου... Σε αγαπώ πάρα πολύ Ανδρέα μου»» η συγκίνηση μαζί με τον θυμό έκαναν δάκρυα να βγουν από τα καταγάλανα μάτια της τρέχοντας στα μάγουλα της. Ο Ανδρέας αμέσως σηκώθηκε κλείνοντας την μέσα στα χέρια του ενώ της έδωσε ένα παθιασμένο φιλί που έκανε τα δάκρυα της να στερέψουν.
««Σε αγαπώ πάρα πολύ και θα κάνω τα πάντα για να μην ξανακλάψεις ποτέ. Όμως, ξεχνάς κάτι πολύ σημαντικό :μόνη σου βρήκες την θέληση και μου άνοιξες την καρδιά σου. Μην υποτιμήσεις ποτέ ξανά τον εαυτό σου, μην αφήσεις κανέναν να σου συμπεριφέρεται όπως σου συμπεριφέρθηκαν αυτές. Εγώ δεν θέλω να σε χτυπήσω κάτω, όπως έκαναν οι άλλοι. Θέλω να σου δείξω την καλύτερη πλευρά αυτού του κόσμου, θέλω να σε δω να προχωράς σε ένα καλύτερο μονοπάτι σκέψης . Ναι υπάρχει και η κακή μεριά, πάντα θα υπάρχει. Χαντακώνεις μόνη σου τον εαυτό σου σκεπτόμενη συνέχεια τις πικρές σου αναμνήσεις που μόνο στο σκοτάδι της απελπισίας και του φόβου σε τραβάνε. Αν αυτό το σκοτάδι δεν το αγκαλιάσεις, δεν το διαχειριστείς στο τέλος θα σε καταπιεί. Θα χάσεις τα λογικά σου και θα γίνεις μια μητέρα ανίκανη να σταθεί στα παιδιά της, μια γυναίκα χαμένη στους λαβύρινθους του μυαλού της. Αυτό θες?»»
««Όχι, θα προσπαθήσω περισσότερο όμως.. Σε θέλω δίπλα μου σε όλο αυτό»»
««Πάντα θα είμαστε μαζί.»»

ΣΚΙΕΣ ΚΑΙ ΦΩΣ #TYS2023Opowieści tętniące życiem. Odkryj je teraz