113 22 1
                                    

Δεν ειδώθηκαν εκείνο το απόγευμα, μετά τη φασαρία. Θα απουσίαζε μέχρι αργά το βράδυ γιατί ήταν η μέρα που επισκεπτόταν τους ασθενείς του στο ψαροχώρι της Νος.

Μπήκε αθόρυβα στην κάμαρα στη μέση της νύχτας και τη βρήκε ξύπνια να κοιτά από το παράθυρο το φεγγάρι που θα ολοκληρωνόταν σε δυο μέρες.

- Είναι περασμένα μεσάνυχτα γιατί δεν κοιμάσαι;

Ο εμετός ενός μικρού αγοριού, το αίμα από ένα βαθύ κόψιμο στο χέρι μιας ηλικιωμένης και ο φαρμακευτικός πολτός που χύθηκε γιατί δεν σφηνώθηκε καλά το καπάκι του δοχείου είχαν εμποτίσει το πουκάμισο και το γιλέκο του και ανέδιδαν μια απαίσια, πικρή μυρωδιά η οποία την έκανε να καλύψει τη μύτη με το χέρι της.

- Για όνομα του Θεού, τι μυρωδιά είναι αυτή; ψέλλισε
- Μικροατυχήματα της δουλειάς, σχολίασε και ένα χαμόγελο τέντωσε τα χείλη του.

Με σβέλτες κινήσεις απαλλάχθηκε από τα λερωμένα ρούχα μένοντας ημίγυμνος, αφήνοντάς την άφωνη.
...Δεν έχω άλλη επιλογή, όλα τα ρούχα μου είναι μέσα σε αυτήν τη ντουλάπα, πρόσθεσε παρατηρώντας την ξαφνιασμένη αντίδραση και το γύρισμα της πλάτης της.
Τα τοποθέτησε σε ένα ψάθινο καλάθι το οποίο μετέφερε έξω από τον χώρο για να το πάρει η καμαριέρα το πρωί.
Μετά πήγε στο λαβομάνο, γέμισε την πορσελάνινη λεκάνη με νερό και άρχισε να πλένεται.

Το πλατσούρισμα στο μικρό σκεύος ακουγόταν παράλογα δυνατά ώστε την προκάλεσε να κοιτάξει με την άκρη του ματιού της. 
Ο άντρας είχε σαπουνιστεί ολόκληρος από τη μέση και πάνω και προσπαθούσε να ξεβγαλθεί. Το βλέμμα της κοντοστάθηκε εντυπωσιασμένο στον δυνατό κορμό, τους στοιχισμένους κοιλιακούς και τους σμιλευμένους μύες στα μπράτσα.
Οι περισσότεροι γιατροί που γνώριζε ήταν μεσαίου αναστήματος, με φαλακρό κεφάλι, στρογγυλά γυαλάκια και ελαφρά κυρτωμένη πλάτη από το πολύ διάβασμα και ο Βίκτορας απείχε πολύ από τη χαρακτηριστική εικόνα.

Τη σκέψη της διέκοψε η φωνή του.

- Δώσε μου την πετσέτα, είπε και έδειξε την πετσέτα που ήταν απλωμένη στην καρέκλα.

Την έπιασε πανικός. Η συγκεκριμένη ήταν ακόμη υγρή από το μπάνιο της.
-Είναι βρεγμένη γιατί τη χρησιμοποίησα... αποπειράθηκε να πει μα το πετάρισμα των δαχτύλων του απέδειξε τη βιασύνη του.

Την άρπαξε από τα χέρια της και ξεκίνησε να σκουπίζεται. Τον είδε να κάθεται αποκαμωμένος στην καρέκλα, να ακουμπά τους αγκώνες στα γόνατά του και να την κρατά στο πρόσωπό του.
- Μυρίζει όπως εσύ, υπέροχα, ψιθύρισε την τελευταία λέξη. 

ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟΙ ΕΡΩΤΕΣ - ΣΟΦΙΑWhere stories live. Discover now