Πόλη 1817
"Κυρά, επιστέφει ο αφέντης"
"Το ξέρω Γκιονουλ"
Η Θεοφανώ έβαλε τα αρώματα της και γύρισε να αποφασίσει ποια φλουρια θα φορέσει
"Αυτά"
Ένα χρυσό κολιέ στολισμένο με διάφορες πέτρες τύλιξε το λαιμό της
"Μη κουνηθείς"
Ο Αντρέι γονάτισε και άνοιξε ένα ακόμα κουτί
"Αντρέι, αυτό"
Τα μάτια της δάκρυσαν από ευτυχία. Ηταν μια τιάρα με φλουριά που έπεφταν στο μέτωπο και στις άκρες το κρατούσαν δύο γεράκια
"Με κάνεις τόσο ευτυχισμένη"
"Και μένα,αυτά τα δύο χρόνια στο πλάι μου"
"Αντρέι"
Η Θεοφανώ φίλησε το μέτωπο του γελώντας.Παντα έκανε ότι μπορούσε για να κρατά το χαμόγελο στα χείλη της.
"Σουλτάνα μου"
Ο Αντρέι σηκώθηκε και η Θεοφανώ πήδησε στην αγκαλιά του.
"Είμαι τόσο χαρούμενη"
"Μοσχομυριζεις"
Είπε ο Αντρέι ανασαίνοντας τα μαλλιά της
"Για σένα"
"Τι θα έκανα αν δε σε είχα γνωρίσει?"
"Η παραμονή σου στην Πόλη δε θα ήταν ευχάριστη"
"Μια μετάθεση που κράτησε δύο χρόνια"
"Πες μου ότι λησμονείς την Οδησσό όταν είναι στη βασίλισσα των πόλεων?"
Η Θεοφανώ πέρασε σαγηνευτικά τα χέρια της γύρω από το λαιμό του
"Όχι,όχι,κυρά μου"
"Γιατί σκοτείνιασαν τα μάτια σου?"
Ρώτησε η Θεοφανώ που είχε μάθει να τον διαβάζει
"Γιατί λησμόνησα έναν άλλο τόπο στον οποίο δεν είμαστε ευπρόσδεκτοι πια"
~~~
Ονομάζομαι Θεοφανώ Γερακάρη,η μικρή αδερφή του Σπήλιου Γερακάρη,το ακάθαρτο αίμα του Θράσου Γερακάρη και της Αρμενισσας μάγισσας που χόρευε χρόνια στη Βηρυτό.Μεγαλωσα στα χρυσάφια της Ανατολής και το πόδι του γνώρισε και ένιωσε τη Μάνη στα 15,μα δεν έγινε πατρίδα,η Κυπριανή Γερακάρη
δε θα ανεχόταν την προσβολή,έτσι επέστρεψα εδώ.Ο Σπήλιος φρόντισε να με παίρνει κοντά στα μπαρκα του,στο τελευταίο γνώρισα τη μοίρα μου,τον Αντρέι Λάσκαρη.Σε εκείνη την αγορά της Καρπάθου
YOU ARE READING
Χρυσάφι
FanfictionΣτην καρδιά της οθωμανικής αυτοκρατορίας ο Γέρακας και η καρδιά λαβώνονται από αγάπη.