Ο κόσμος μιλά και κρίνει και στις γειτονιές της Πόλης το όνομα της Θεοφανώς ψιθυριζοταν έντονα.
"Τόσα χρόνια κυρία μα σαν είδε αρσενικό από τον τόπο της"
"Λένε πως πήγε ο πατέρας της τη μάνα της στη γυναίκα του και κείνη την έδιωξε"
"Όχι που θα άλλαζε, καλέ δε θυμάσαι τότε"
"Παστρικια,ερε και να μάθει ο αδελφός της τα χαιρια της"
"Την κοροϊδεύει την κακομοίρα μωρέ, λένε πως της έταξε ότι θα τη στεφανωθεί"
"Τώρα που τη γλεντησε,γύρισε στη γυναίκα του"
Τα κοτσομπολια και οι κακίες περνούσαν και δε την άγγιζαν,τον πρώτο καιρό τουλάχιστον.
~~~
"Αντρέι"
Ο Αντρέι τη σήκωσε στην αγκαλιά του και τη στριφογύριζε
"Χόρεψε μου"
Της ψιθύρισε πριν κολλήσει τα χείλη του για λίγο τα δικά της
"Όπως επιθυμείς, κύρη μου"
Ο Αντρέι την άφησε κάτω και η Θεοφανώ πήρε θέση
"Μουσική"
Η Γκιονουλ ήξερε να παίζει ταμπούρα και ένας άλλος βιολί.
"Πάμε"
Η Θεοφανώ άρχισε να λικνίσεται στην αρχή κοιτώντας τον μα σιγά σιγά χάθηκε στη μουσική όπως πάντα και συνέχιζε να χόρευε με την ψυχή της,να χορεύει για εκείνη με εκείνη.Ο Αντρει χαμογελούσε, τη θαύμαζε όπως χόρευε ελεύθερη,γιατί το ήθελε όχι για εκείνον.
Η Θεοφανώ κουνούσε τα χέρια της στο ρυθμό δημιουργώντας κόσμους, γυρνώντας τους γύρω της σα να ταν εκείνη ο ήλιος.Σε μια στιγμή βρήκε το Αντρέι ξανά στο χώρο και με τα χέρια της τον κάλεσε κοντά της.Λατρευε να χορεύουν μαζί.Ο Αντρέι χόρευε απέναντι της.Αφου πήρε τα χέρια της στα δικά του τη γύρισε πίσω του και ύστερα βρέθηκε εκείνος πίσω
Η μουσική σταμάτησε και βγήκαν έξω.
Η Θεοφανω έγυρε στο λαιμό του και εκείνος στο κεφάλι της"Τέτοιες ώρες ξεχνάω πως μου ρίχνεις ένα κεφάλι"
Γέλασε η Θεοφανώ
"Δε σε χορταίνω,Θεοφανώ"
Είπε ο Αντρέι ανασαίνοντας τα αρώματα που είχε βάλει στα μαλλιά της
"Αλίμονο μου αν με χορτάσεις"
Είπε η Θεοφανώ
"Θες να πάμε έξω?"
BẠN ĐANG ĐỌC
Χρυσάφι
FanfictionΣτην καρδιά της οθωμανικής αυτοκρατορίας ο Γέρακας και η καρδιά λαβώνονται από αγάπη.