1ο Κεφάλαιο

621 50 5
                                    

Όλα άρχισαν τη μέρα της εκδρομής που περίμενα με τόση ανυπομονησία. Της εκδρομής στο παλιό Βικτωριανό σπίτι της οικογένειας Σάμερεϊν. Στο διώροφο σπίτι που ήταν φτιαγμένο από τον πιο σκούρο έβενο, με τα μπορντό κεραμίδια και τις βαριές κουρτίνες του ίδιου χρώματος που σφάλιζαν τα παράθυρα, κρύβοντας τη θέα πρός το εσωτερικό του .
Η βίλλα βρισκόταν σε έναν λόφο στην άκρη της πόλης, ο οποίος είχε πάρει και αυτός το όνομά του από τους πρώην ενοίκους του σπιτιού, και είχε γίνει αφορμή για πολλές ιστορίες. Ο λόφος αυτός ήταν πάντα ξερός με δέντρα που δεν είχαν ποτέ φύλλωμα, αραιό γρασίδι στο χρώμα της στάχτης και φαινόταν σαν να έχει πάντα ένα μαύρο σύννεφο από πάνω του.
Εξαιτίας αυτού του παράξενου γεγονότος είχαν δημιουργηθεί πολλοί θρύλοι που υποστήριζαν ότι το πνεύμα της τελευταίας Σάμερεϊν, η οποία είχε καεί σαν μάγισσα τον μεσαίωνα, κατοικούσε σε αυτό το σπίτι περιμένοντας να έρθει ή σειρά της να ξαναγυρίσει στον κοσμο μας.
Εκτός από το προφανές, ότι το σπίτι είχε χτιστεί τον Μεσαίωνα και παρ όλα αυτά είχε όλα τα χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής της Βικτωριανής εποχής, το άλλο περίεργο ήταν πως, η Άλεξ Σάμερεϊν, εκτός από το όνομα μου( ναι, και εμένα Άλεξ με λένε, παρόλο που λέω στους πάντες να με λένε Αλεξάνδρα γιατί μου ακούγεται πιο αριστοκρατικό) μοιράζεται μαζί μου τα γαλαζόγκριζα μάτια μου και τα μακριά πυρόξανθα μαλλιά μου, που πάντα ήθελα να είναι μαύρα. Ακόμα, η Σάμερεϊν, περιγράφεται πάντα βιβλιόφιλη,σαν εμένα, και λάτρης της καλής μουσικής, σαν κι εμένα. << Παρόλο, που άλλο θεωρώ εγώ καλή μουσική και άλλο θεωρούσε εκείνη!>> έλεγα κάθε φορά που κάποιος πρόσεχε τις ομοιότητες μας.
Αυτά σκεφτόμουν το προηγούμενο βράδυ και δυσκολεύτηκα να κοιμηθώ όσο ποτέ άλλοτε... Μόλις ο Μορφέας αποφάσισε να κάνει την εμφάνιση του, παράξενα,μα και ταυτόχρονα τόσο ζωντανά, όνειρα πλημμύρισαν τη νύχτα.
Ένιωθα τη θέρμη μιας τεράστιας φωτιάς και δυο ζευγάρια δυνατά χέρια να με τραβάνε προς το μέρος της. Προσπάθησα να ξεφύγω, αλλά μάταια. Το μόνο που κατάφερα ήταν να κάνω τα χέρια να με σφίξουν ακόμα περισσότερο. Έκανα ένα ακόμα βήμα και οι φλόγες έγλειψαν τις μύτες των παπουτσιών μου, που, όπως πρόλαβα να δω ήταν λευκά με ασημένιες κεντητές λεπτομέρειες, όταν ακούστηκε ή φωνή  ενός άντρα. Μιλούσε μια άγνωστη γλώσσα και όμως τον καταλάβαινα. Φώναζε για εμένα, για να με σώσει. Στην απαλή φωνή του υπήρχε ένα παράπονο, τόσο οικείο, όσο και ξένο, που φανέρωνε την ειλικρίνεια του, πως δεν έλεγε ψέματα για την αθωώτητα μου, αλλά και πως κάτι έκρυβε, κάτι που ακόμα και να μας το εξηγούσε δεν θα το καταλαβαίναμε. Άκουσα τον άντρα να τρέχει και τους φρουρούς που με κρατούσαν να ξεθηκαρώνουν τα σπαθιά τους. Το τελευταίο πράγμα που είδα ήταν τα μακριά μαύρα μαλλιά του άντρα, καθώς χιμούσε στους στρατιώτες σαν λύκος.

Γκρι ΜαγείαOpowieści tętniące życiem. Odkryj je teraz