6.

17 1 0
                                    

Θάλεια

Το ξυπνητήρι χτύπησε στις 7.
Ή μάλλον δε χτύπησε. Ήμουν μόνη στο δωμάτιο. Η Γιούλη μάλλον θα ήταν κάτω με τους άλλους.

Πήρα το κινητό μου από δίπλα και είδα πως ειχε πάει 9. Τι σκατα; Γιατί δεν χτύπησε; Τέλος πάντων.

Κατέβηκα κάτω και είδα μόνο τον Νίκο. Έλεος, την όρεξη του είχαμε.

-Σπίτι εσύ δεν έχεις; Οριακά αδέλφια γίναμε.
Είπα ειρωνικά.

-Όχι δεν έχω. Άμα είχα, δε θα χρειαζόταν να βλέπω τα μούτρα σου κάθε μέρα.

Χωρίς να βγάλει τα μάτια του από το κινητό, μου απάντησε με ψυχρότητα.

Τον αγνόησα και πήγα προς την κουζίνα να φτιάξω έναν καφέ. Μόλις άρχιζα να βάζω μέσα τον καφέ στο ποτήρι, ήρθε ο Νίκος. Στερεώθηκε δίπλα μου πάνω στον πάγκο, σταύρωσε τα χέρια του και με κοίταξε.

Αγνόησα το βλέμμα του και συνέχισα να τον φτιάχνω. Δεν ήθελα να ξέρω τι σκαρώνει και ούτε πρόκειται.

-Πως κοιμήθηκες; ρώτησε ξαφνικά.

-Καλύτερα. Τουλάχιστον τώρα δεν μπήκε κανένας μέσα στο δωμάτιο μου απρόσκλητος.
Του απάντησα επίτηδες για να τον εκνευρίσω και συνέχισα να τον φτιάχνω.

Άνοιξα το διπλανό πάνω ράφι για να πιάσω την ζάχαρη που ήταν δίπλα από τα μαχαίρια αλλά μάταια. Τα μαχαίρια τα είχαμε βάλει εκεί επίτηδες. Ήταν αιχμηρά και φοβόμασταν μη τραυματιστεί κανένας.

Προσπάθησα και προσπάθησα. Δεν ήθελα να φανώ αδύναμη μπροστά του. Με εκνεύριζε όποτε νόμιζε πως ήταν ανώτερος μου. Αισθανόμουν πως κοιτούσε τον κωλο μου αλλά δε του έδωσα σημασία. Κουραστικά να προσπαθώ και μάλλον το κατάλαβε γιατί μου είπε ξαφνικά.

-Θα κοπείς άμα συνεχίσεις να πιάνεις όπου ναναι. Είπε μεταξύ ειρωνείας και σοβαρού.

-Τι ξέρεις εσύ από μαχαίρια; Λες και έχεις κοπεί ποτέ.
Του απάντησα χωρίς να γυρίσω πίσω να τον κοιτάξω.

Ήρθε από πίσω μου και μου ψιθύρισε στο αυτί. Η ανάσα του καυτή πάνω στο δέρμα μου.

-Οντως...εγω δεν ξέρω αλλά εσύ ναι και δεν θελεις να ξανά επαναληφθεί. Έτσι δεν είναι αδελφούλα;

Ο εφιάλτης μουDonde viven las historias. Descúbrelo ahora