Κεφάλαιο 4

68 6 0
                                    

      Το φεστιβάλ είχε πολύ κόσμο, μικροί μεγάλοι περπατούσαν στην παραλία τρώγοντας παγωτά και μαλλί της γριάς. Ήταν ένα όμορφο καλοκαιρινό απόγευμα, ο αέρας φυσούσε γλυκά και σε τύλιγαν μυρωδιές από γλυκά. Η άμμος ήταν ζεστή από τον μεσημεριανό δυνατό ήλιο και ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος, ούτε σύννεφο για δείγμα. Τα παιδιά έφτασαν στην παραλία και συνάντησαν κάποιους φίλους από το σχολείο, την Ολίβια, την Αντζελίνα, τον Λούι και τον Νόα. Έκαναν πολύ παρέα στο σχολείο, έτσι όλοι μαζί πήγαν στο λούνα παρκ να δούνε σε τι παιχνίδι θα ανέβαιναν και να αγοράσουν μιλκσέικ.
Μόλις μπήκαν στον χώρο του λούνα παρκ είδαν χιλιάδες κόσμο να ανεβαίνει σε ψεύτικα αμάξια, στην τεράστια ρόδα και στο μεγάλο τρενάκι του τρόμου. Έκαναν μία βόλτα και πιο πέρα στην παραλία είδαν μία παρέα παιδιών να παίζουν βόλεϊ. Ο Σαμ, ο Γουίλ και η Ρόζι ήθελαν να πάνε να παίξουν.
<<Άντε πάμε να παίξουμε και 'μείς.>> Φώναξε ο Γουίλ καθώς έβγαζε την μπλούζα του.
<<Ναί μην χάσεις ψώνιο.>> Αποκρίθηκε η Ρόζι με δολοφονικό βλέμμα.
<<Εγώ δεν έχω όρεξη πηγαίνετε εσείς.>> Είπε η Έμμα και η Νταϊάνα συμφώνησε πως ήθελε να μείνει στην παραλία.
<<Είστε εντελώς ξενέρωτες.>> Ξεφώνισε ο Γουίλ με ένα στίγμα κακίας, σαν να μην ήταν φίλοι.
Ο Σαμ είδε την έκφραση της Νταϊάνα και τράβηξε τον Γουίλ και την Ρόζι να πάνε για βόλεϊ.
Η Έμμα κάθισε σε ένα παγκάκι.
<<Τι θες να κάνουμε φίλη;>> Ρώτησε την Νταϊάνα.
<<Έχω όρεξη για μιλκσέικ να σου πώ την αλήθεια.>> Είπε η Νταϊάνα και έδειξε έναν πάγκο πιό κάτω.
<< Και εγώ!>> Είπε η Έμμα με ένα μεγάλο χαμόγελο.
Τα δύο κορίτσια αγόρασαν μιλκσέικ φράουλα και συνέχισαν να περπατούν μέσα στο πλήθος. Τότε χτύπησε το τηλέφωνο της Έμμα, το σήκωσε. Ήταν η μαμά της που της είπε πως ήταν και εκείνη στο φεστιβάλ μαζί με την ξαδέρφη της Έμμα και αν θα μπορούσε να βγεί στον δρόμο για να την πάρει μαζί της με την παρέα της. Η Έμμα γκρίνιαξε λίγο αλλά τελικά πήγε.
<< Θα κάνω καμιά βόλτα στο λούναπαρκ.>> Είπε η Νταϊάνα.
<<Έγινε. Θα σε πάρω μόλις γυρίσω, γιατί κάτι μου λέει πως θα πρέπει να χαιρετήσω όλη την φαμίλια.>> Απάντησε η Έμμα με μια έκφραση θυμού και βαρεμάρας.
Η Νταϊάνα συνέχισε να περπατάει γύρο από τα τρενάκια, τα αυτοκινητάκια και τους πάγκους με τα παιχνίδια. Σκεφτόταν τον τρόπο του Γουίλ προηγουμένως, ήταν αγενής και ώρες ώρες μιλάει στους φίλους του λες και είναι εχθροί. Έβγαλε την σκέψη από το μυαλό της και απλά σώπασε όπως πάντα.
Εκεί πού περπατούσε ξένοιαστη ξαφνικά πέφτει κάποιος πάνω της και όλο το μιλκσέικ φράουλα πέφτει στην μπλούζα της.
<< Γαμώτο! Στραβωμάρα δηλαδή.>> Φωνάζει εκνευρισμένη.
<< Συγνώμη. Χίλια συγνώμη. Δεν το ήθελα με έσπρωξαν.>> Απολογείται ο μελαχρινός τύπος που μόλις την έλουσε με μιλκσέικ φράουλα.
Τότε η Νταϊάνα σηκώνει το βλέμμα της και βλέπει τα πιό όμορφα μπλε μάτια που είχε δει ποτέ της.
<<Εντάξει δεν πειράζει.>> Λέει με θυμωμένο τόνο.
Ο τύπος αρχίζει να τρέχει. Τι ηλίθιος! Σκέφτεται η Νταϊάνα, με έκανε χάλια πρώτα και τώρα το βάζει στα πόδια, κρίμα που είναι κούκλος.
Γυρίζει να φύγει και ακούει κάποιον πίσω της να φωνάζει περίμενε.
Γυρνάει και βλέπει τον τύπο με τα μπλε μάτια να τρέχει προς το μέρος της.
<<Μην φεύγεις, πήγα να φέρω λίγο χαρτί να σκουπίσεις το μιλκσέικ, και πάλι λυπάμαι δεν ήταν σκόπιμο.>> Απολογήθηκε ο άγνωστος.
<<Σε ευχαριστώ, δεν πειράζει όμως συμβαίνουν αυτά.>> Απαντά η Νταϊάνα ενώ σκουπίζει τους χυμούς φράουλας από το λευκό μπλουζάκι της.
<< Μπορώ να επανορθώσω αγοράζοντας σου ένα άλλο μπλουζάκι;>>
<<Όχι εντάξει δεν χρειάζεται.>> Λέει η Νταϊάνα χαμογελώντας.
Τότε της αρπάζει το χέρι και την κατευθύνει σε έναν πάγκο με μπλουζάκια.
<<Διάλεξε.>> Την παροτρύνει.
Η Νταϊάνα είχε μείνει και τον κοιτούσε. Πως έγιναν όλα τόσο ξαφνικά, τελικά δεν είναι ηλίθιος και προσπαθεί να επανορθώσει. Είναι και κούκλος, γυμνασμένος με τέλειο χαμόγελο. Σαν να έχει βγεί από ταινία, κρίμα που δεν είναι εδώ τα κορίτσια σκέφτηκε.
Το αγόρι πήρε ένα άσπρο κοντομάνικο μπλουζάκι στα χέρια του και της το έδειξε.
<< Δεν είναι το ίδιο αλλά κάπως μοιάζει.>> Είπε και χαμογέλασε πλατιά.
<< Ναι μιά χαρά είναι.>> Συμφώνησε η Νταϊάνα.
Το αγόρι πλήρωσε το μπλουζάκι και της το έδωσε. Εκείνη το πήρε και τον ευχαρίστησε. Η Νταϊάνα δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από πάω του και όπως έδειχνε ούτε και εκείνος. Πως να τον λένε άραγε σκέφτηκε!
<< Με λένε Λίαμ.>> Είπε το αγόρι και έδωσε το χέρι του.
Θεέ μου σκέφτηκε η Νταϊάνα, μπορεί να διαβάζει σκέψεις;!
<< Με λένε Νταϊάνα.>> Είπε εκείνη και του χαμογέλασε.
<< Χάρηκα πολύ και συγνώμη ξανά γι'αυτό.>>
<< Δεν πειράζει, μου αγόρασες άλλο, πολύ ευγενικό εκ μέρους σου.>>
Είχαν μείνει και κοιτάζονταν, το μυαλό της Νταϊάνα δούλευε πυρετωδώς αλλά δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα για να ανοίξει κουβέντα. Πάνω που πήγε να τον ρωτήσει αν μένει κοντά μία παρέα αγοριών φώναζαν το όνομα του.
<<Πρέπει να πηγαίνω.>> Είπε ο Λίαμ.
<< Ναί βέβαια.>> Απάντησε η Νταϊάνα.
Και έτσι ο όμορφος τύπος χάθηκε στο πλήθος. Την ίδια στιγμή χτύπησε το κινητό της Νταϊάνα, ήταν η Έμμα, ερχόταν μαζί με τους άλλους να την βρούν, τελείωσε το βόλεϊ. Η Νταϊάνα είχε μείνει ακίνητη και σκεφτόταν τι είχε προηγηθεί λένε πως όλα για κάποιον λόγο γίνονται όμως εκείνη δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιόν παράξενο λόγο χάθηκε τόσο γρήγορα ο τύπος από τα μάτια της, αλλά και εκείνη δεν έκανε κάτι για να τον γνωρίσει απλά έμεινε σιωπηλή.

Εύχομαι να το απολαύσατε, γράφω ήδη το επόμενο. :) Xoxo

Υ.Γ. Στην φωτογραφία είναι ο Λίαμ.





ΣιωπήWhere stories live. Discover now