Κεφάλαιο 10

40 4 0
                                    

                  

Θεέ μου. Όχι! Κάποιος μου κάνει πλάκα, δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Ήταν οι πρώτες σκέψεις της Νταϊάνα όταν άνοιξε τα μάτια της και είδε τον πρωινό ήλιο να μπαίνει από το παράθυρο της. Έπιασε το κινητό της, η ώρα ήταν επτά παρά τέταρτο, ξύπνησε μόνη της χωρίς ξυπνητήρι σήμερα. Ναι ήταν η πρώτη μέρα στο σχολείο. 
Πήρε αμέσως τηλέφωνο την Ρόζι.
<<Παιδί μου πας καλά;>> Είπε η Ρόζι. <<Τι θες πρωί πρωί;>>
<<Σήκω γαμώ το έχουμε σχολείο, το είχα ξεχάσει εντελώς.>>
<<Να πάρει!>> Ούρλιαξε η Ρόζι και πετάχτηκε από το κρεβάτι.
<<Θα σε δω στο σχολείο.>> Είπε η Νταϊάνα και έκλεισε το τηλέφωνο. Σηκώθηκε αμέσως από το κρεβάτι και έστειλε μήνυμα στα παιδιά για να τους ξυπνήσει, πήρε απάντηση απ'όλους άρα ήταν όλοι ξύπνιοι. Έκανε ένα γρήγορα μπάνιο, φόρεσε ένα απλό φόρεμα με τα πέδιλα της, έπιασε τα μαλλιά της μία κοτσίδα, πήρε την τσάντα της και κατέβηκε στην κουζίνα. Μύριζε ήδη φρέσκος καφές και πάνκεικς.
<<Καλήμερα Νταϊάνα.>> Είπε η μητέρα της και της χάρισε ένα χαμόγελο.
<<Γειά μαμά, μπορώ να έχω λίγο καφέ;>>
<<Φυσικά γλυκιά μου, φάε όμως και κάτι.>>
<<Δεν πεινάω, θα πάρω κάτι στο δρόμο με τα παιδιά.>>
<<Όπως θες.>> Της είπε και της έδωσε μία κούπα καφέ.
<<Μόνη σου ξύπνησες;>>
<<Ναι, χωρίς ξυπνητήρι.>> Είπε χαμογελώντας.
<<Κάποιος φαίνεται να ανυπομονεί για το σχολείο.>>  Είπε πονηρά η μαμά της.
Η αλήθεια ήταν πως ανυπομονούσε και ας μην το παραδεχόταν, θα έβλεπε ξανά τον Λίαμ, είχε να τον δεί από εκείνο το πάρτι του Νόα.
Είχε μία ελπίδα πως θα περνούσαν χρόνο μαζί, θα του έδειχνε το σχολείο κτλπ.
Βρέθηκαν όλοι στο παρκάκι απέναντι από το σχολείο, η Ρόζι φορούσε μία φούστα με ένα αμάνικο μπλουζάκι και τομς, η Έμμα φορούσε ένα τζιν σορτσάκι με ένα μπλόυζάκι και άσπρα all star.
Τα αγόρια ήρθαν με μία σακούλα με ντόνατς και καφέδες, έμεινα λίγο στο παρκάκι μέχρι να φάνε και μετά πήραν τους καφέδες τους και πήγαν στο σχολείο. Την ώρα πού χτύπησε το κουδόυνι είχαν ήδη μπεί στο κτίριο, πήραν το πρόγραμμα τους και πήγαν να βρούν τις τάξεις τους. Η Νταϊάνα είχε πρώτη ώρα αγγλικά, μπήκε στην τάξη και έκτασε στο δεύτερο θρανίο προς το παράθυρο μετά από λίγα λεπτά είδε τον Σαμ να μπαίνει στην τάξη και ενθουσιάστηκε.
<<Ευτυχώς που ήρθες, δες με ποιούς θα είμαστε φέτος.>> Είπε η Νταϊάνα.
<< Όλα τα φυτά. Τέλεια.>> Είπε εκείνος και έκατσε στο ακριβώς πίσω θρανίο από εκείνη.
Μπήκαν όλοι και ο καθηγητής των αγγλικών. Ήταν καινούργιος έτσι συστήθηκε στα παιδιά και ρώτησε τα ονόματα τους. Μετά από πέντε λεπτά πού είχαν γνωριστεί με τον καθηγητή και είχαν αρχίσει να μιλάνε γιά το καλοκαίρι και πως πέρασαν χτύπησε η πόρτα. Ένα αγόρι είχε αργήσει να μπεί στη τάξη, όταν η Νταϊάνα σταμάτησε να μιλάει με τον Σαμ και γύρισε μπροστά στο θρανίο της είδε τον Λίαμ να μπαίνει στην τάξη.
<<Συγνώμη που άργησα, είμαι καινούργιος και είχα χαθεί στην αρχή.>> Είπε μπαίνοντας στην τάξη.
<<Δεν πειράζει, πέρασε και κάθισε. Δεν έχουμε αρχίσει κάτι ακόμα. Πως σε λένε;>>
<<Με λένε Λίαμ.>>
<<Γειά σου Λίαμ, λέγομαι Φρίμαν και θα είμαι ο καθηγητής των αγγλικών σου για φέτος.>>
Ο Λίαμ έκατσε στο θρανίο μπροστά από την Νταϊάνα γύρισε και της χαμογέλασε.
<< Χαίρομαι που σε ξανά βλέπω. Από ότι φαίνεται θα τα λέμε συχνά από δω και πέρα.>> Της είπε και εκείνη ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή.
<<Από ότι φαίνεται ναί. Μπορώ να σου δείξω το σχολείο αν θες ώστε να μην χάνεσαι.>>
<<Ναί αμέ.>> Της είπε και γύρισε μπροστά.
Η Νταϊάνα ένιωσε κάτι να κουνάει την καρέκλα της, γύρισε και ήταν ο Σαμ φυσικά που είχε αρχίσει τα πειράγματα.
<<Δεν θα με γνωρίσεις με τον τύπο;>> Την ρώτησε.
<<Ωχ συγνώμη, Λίαμ από δω ο φίλος μου ο Σαμ. Σαμ ο Λίαμ.>>
<<Χάρηκα.>> Είπε ο Λίαμ.
<<Παρομοίως.>> Είπε ο Σαμ αν και δεν πολύ φαινόταν.
<<Σε είχα δεί σε εκείνο το πάρτι του Νόα νομίζω πριν καιρό.>> Είπε ο Λίαμ.
<< Ναι ήμουν εκεί με την Νταϊάνα και την υπόλοιπη παρέα.>>
<<Αν δεν σας ενοχλεί παιδιά να αρχίσουμε μάθημα.>> Διέκοψε ο καθηγητής και γύρισαν όλοι στις θέσεις τους.

ΣιωπήDonde viven las historias. Descúbrelo ahora