'Ήταν Δευτέρα, η Τζεν και ο Νταν ετοιμάζονταν να πάνε στο αεροδρόμιο, πέρασε γρήγορα ο καιρός και έπρεπε να φύγουν για Αγγλία. Η Νταϊάνα δεν πήγε σχολείο τις πρώτες ώρες ήθελε να πάει μαζί με την μαμά της στο αεροδρόμιο να τους χαιρετήσει. <<Νταϊάνα φεύγουμε.>> Φώναξε η μαμά της. Η Νταϊάνα κατέβηκε την σκάλα και είδε την Τζεν με τον Νταν να βγάζουν τις βαλίτσες έξω και η μαμά της είχε ήδη προχωρήσει στο αμάξι. <<Κάτσε να σας βοηθήσω.>> Είπε ενώ φορούσε την ζακέτα της. <<Πάρε αυτό αν μπορείς.>> Της είπε ο Νταν. Η Τζεν ήταν στεναχωρημένη πολύ, μπορούσες να το δείς στα μάτια της. <<Τζεν όλα καλά;>> Ρώτησε η αδερφή της, εκείνη έγνεψε καταφατικά. <<Εγώ πηγαίνω έξω, ελάτε όταν είστε έτοιμες.>> Eίπε ο Νταν και έδωσε ένα φιλί στην Τζεν, κατάλαβε πως ήθελαν να μείνουν λίγο μόνες. <<Τζεν μην είσαι έτσι. Είχες ενθουσιαστεί στην αρχή.>> <<Και είμαι ακόμα ενθουσιασμένη μικρή μου αλλά δεν θέλω να σας αφήσω.>> Είπε και ξέσπασε σε κλάματα. Η Νταϊάνα την αγκάλιασε και της είπε <<μην ανησυχείς, εμείς θα είμαστε μιa χαρά και θα ερχόμαστε να σε βλέπουμε. Άλλωστε γιά λίγα χρόνια είναι μόνο και θα είσαι με τον Νταν.>> <<Έχεις δίκιο.>> Είπε και σκούπισε τα δάκρυα της, <<θα μου λείψετε όμως, δεν θέλω να σας χάσω.>> <<Δεν θα μας χάσεις ποτέ. Θυμάσαι την υπόσχεση πού σου έδωσα τότε, εγώ δεν ξεχνάω τις υποσχέσεις μου.>> <<Σ'αγαπώ πολύ.>> <<Και γω.>> Είπε η Νταϊάνα και της έδωσε ένα φίλι στο μάγουλο. <<Πάμε όμως τώρα μην περιμένουν η μαμά και ο Νταν.>> Όταν τους άφησε ο μπαμπάς τους η Τζεν τα είχε χάσει και ας ήταν μεγαλύτερη, η Νταϊάνα ήταν πάντα πιo δυνατή και για να την κάνει να νιώσει καλύτερα, με όλη την παιδική αφέλεια ,της υποσχέθηκε ότι ποτέ δεν θα την άφηνε όπως έκανε ο πατέρας τους και πάντα θα ήταν δίπλα της και ενωμένες σαν οικογένεια. Τους πήγαν μέχρι το αεροδρόμιο τους χαιρέτησαν και έφυγαν. Η Τζεν έκλαιγε όπως και η μαμά της, η Νταϊάνα με τον Νταν προσπαθούσαν να κρατήσουν τα δάκρυα τους και το πέτυχαν. <Να προσέχετε.>> Είπε η κυρία Έλεν στα παιδιά. <<Μην ανησυχείς θα την προσέχω σαν τα μάτια μου.>> Είπε ο Νταν. Η Τζεν έδωσε μία τελευταία αγκαλιά στην Νταϊάνα το ίδιο και ο Νταν και της είπε, <<να προσέχεις και να έρθεις όποτε θες για διακοπες.>>
Η κυρία Έλεν πήγε την Νταϊάνα στο σχολείο, είχε χάσει ήδη τις δύο πρώτες ώρες αλλά δεν την ένοιαζε καθόλου. Φίλησε την μαμά της και βγήκε από το αμάξι, τότε ξέσπασε σε κλάματα, ήταν μόνη της γι'αυτό δεν μπορούσε να κλάψει μπροστά σε άλλους. Η δεύτερη ώρα δεν είχε τελειώσει ακόμα και έτσι πήγε προς την τουαλέτα να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπο της. Όπως περπατούσε με το κεφάλι κάτω έπεσε πάνω σε κάποιον, ευτυχώς όχι άγνωστο. Ήταν ο Σαμ. <<Νταϊάνα τι έγινε; Θεέ μου γιατί κλαίς;>> <<Τίποτα, δεν κλαίω.>> <<Γυρίζεις από το αεροδρόμιο ε;>> Εκείνη έγνεψε καταφατικά. <<Έλα δω.>> Την αγκάλιασε. <<Μην κλαίς βρε χαζό, ξέρω πως θα σου λείπει όμως είναι για λίγα χρόνια και άλλωστε θα μπορείς όποτε θες να πηγαίνεις να την βλέπεις. Σκέψου πόσο χαρούμενη θα είναι όταν φτάσει, είναι πολύ σημαντικό για εκείνη είναι μαζί με τον Νταν και θα περνάνε τέλεια.>> <<Έχεις δίκιο.>> Είπε εκείνη και σκούπισε τα δάκρυα της, δεν της άρεσε πού την είχε δεί να κλαίει αλλά ήταν αδύνατο να κρατηθεί κι άλλο, αλλά τουλάχιστον με τον Σαμ ένιωθε πιο οικεία, μπορούσε να ανοιχτεί πιο εύκολα απ'ότι με τους άλλους. <<Είμαι εντάξει. Πήγαινε στην τάξη.>> Είπε η Νταϊάνα. <<Σίγουρα;>> <<Ναι ναι, πήγαινε στην τάξη.>> <<Βασικά έχω φυσική οπότε άσε δεν το αντέχω. Πάμε να πάρουμε καφέ.>> <<Λες;>> <<Έχουμε ήδη φύγει.>> Εκείνη γέλασε, ήταν πρόφαση το ότι δεν ήθελε να πάει στην τάξη απλά δεν ήθελε να την αφήσει μόνη της. Οι μέρες περνούσαν αρκετά δύσκολα για την Νταϊάνα, της έλειπε πάρα πολύ η Τζεν,μετά από αυτό που τους είχε κάνει ο πατέρας τους είχαν αναπτύξει άλλο δέσιμο μεταξύ τους,δεν είχε αποχωριστεί ποτέ η μια την άλλη για μεγάλο χρονικό διάστημα και σκεπτόμενη πως ακόμα και η επικοινωνία τους θα είναι δύσκολη λόγω της διαφορά ώρας μεταξύ Βόρεια Καρολίνας και Λονδίνου,την κάνουν να θέλει να ανοίξει η γη να τη καταπιεί! Πάλι καλά όμως που η 'αγία πεντάδα' στα δύσκολα πάντα φαίνεται και η Ρόζι, η 'Εμ, ο Γουίλ και ο Σάμ δεν την άφηναν καθόλου μόνη της..Ευτυχώς η αναχώρηση της Τζεν έπεσε πάνω στις ετοιμασίες για το Χαλογουιν ,την Πέμπτη μετά το σχολείο τα κορίτσια θα πήγαιναν να ψωνίσουν στολές γιατί το Χαλογουιν ήταν εκείνο το Σαββάτο και η Έμμα είχε σκοπό να διοργανώσει το καλύτερο πάρτυ Χαλογουιν που εχει γίνει ποτέ, ήταν η τελευταία τους χρονιά και πρέπει να μείνει στην ιστορία,όλοι να συζητάνε για αυτό! Κάθε χρόνο η Έμμα διοργάνωνε πάρτι Χαλογουιν στο σπίτι της ή όπως κοροϊδευτικά αποκαλούν τα παιδιά 'στην έπαυλη της' λόγω των τεράστιων κήπων και τη μεγάλη αυλή με τη πισίνα που εκεί γίνεται και το πάρτυ! Φέτος όμως θα 'ναι αλλιώς οι γονείς της 'Εμμα θα λείπουν σε ένα συνέδριο που λαμβάνει χώρα στη Νέα Υόρκη ,νομικό συνέδριο μιας και οι γονείς της ασκούν με μεγάλη επιτυχία αυτο το επάγγελμα χρόνια τώρα..Ευτυχώς ο παππούς και η γιαγιά της λείπουν σε ταξίδι αναψυχής ώστε να έρθουν να τη προσέχουν και μιας και η Έμμα γίνεται 18 σε λίγους μήνες και δεν τους έχει δώσει ποτέ λόγο για να μην την εμπιστευτούν, θα μείνει μόνη της μαζί με το προσωπικό του σπιτιού για ένα ολόκληρο σαββατοκύριακο...'Ο,τι πρέπει για ενα πάρτι που θέλει να αφήσει ιστορία!
<<Έτοιμη;>> Φώναξε η Ρόζι στην Έμμα καθώς εκείνη μάζευε τα βιβλία από το ντουλάπι της. <<Έρχομαι.>> Λέει η Έμμα, τότε ήρθε και η Νταϊάνα. Μαζεύτηκαν όλες στην είσοδο και ήρθε ο Σαμ με τον Γουίλ και τον Λίαμ. <<Εμείς φεύγουμε τα λέμε μετά.>> Είπε η Ρόζι. <<Πάτε για ψώνια για το Χαλογουίν;>> Ρώτησε ο Λίαμ. <<Ναι.>> Απάντησε η Νταϊάνα. <<Θα τα πούμε μετά.>> Είπε η Έμμα βιαστικά. <<Έγινε κορίτσια. Καλά ψώνια, μην πάρετε γελοίες στολές γιατί δεν κυκλοφορώ μαζί σας.>> Είπε ο Γουίλ. Πήγαν σε ένα μαγαζί για στολές στο κέντρο της πόλης, όπως μπήκαν στο μαγαζί είδαν την Χάνα. <<Χάνα;>> Είπε έκπληκτη η Έμμα. <<Κορίτσια τι κάνετε;>> Είπε η κοπέλα με τα όμορφα μάτια και αγκάλιασε τα κορίτσια μία μία. Η Χάνα έπαιζε τέννις μαζί με την Έμμα, πήγαιναν και παλιά όλοι μαζί στο ίδιο δημοτικό αλλά η οικογένεια της Χάνα μετακόμισαν ώστε να ειναι ο πατέρας της πιο κοντά στη δουλειά του έτσι άλλαξε Γυμνάσιο,αλλά με την 'Εμμα είχε κρατήσει επαφή λόγω του τέννις. Ήταν πάρα πολύ όμορφη με μπλέ μάτια και ξανθά μαλλιά. Είχε χιούμορ και ήταν πολύ απλή κοπέλα, ούτε δήθεν ούτε σνομπ ,στο δημοτικό την φώναζαν γκούφι γιατί έκανε διάφορες γκριμάτσες για να γελάσουν τα παιδιά αλλά ήταν ο εαυτός της, έμενε περίεργη αλλά τουλάχιστον ήταν αληθινή και αυτό ήταν που την έκανε μοναδική!
YOU ARE READING
Σιωπή
RomanceΗ Νταϊάνα μέχρι τώρα περνάει καλά με την παρέα της και κάνει σερφ. Δεν την νοιάζουν πολλά πράγματα ειδικά τα αγόρια. Είναι η τελευταία χρονιά στο σχολείο αλλά δεν θα είναι όπως όλες οι άλλες. Από το καλοκαίρι κίολας ένας άνθρωπος θα αλλάξει την ζωή...