Λευκό Γκρι

42 9 1
                                    

Λευκο χαρτί,
οπτικά άδειο.
Λεκτικά,
μορφικά,
πραγματολογικά
κενό.
Λευκό κενό.
Σαν αλάτι
ή σαν θάλασσα
λευκή,
βραδινών κυμάτων,
αλμυρών σωμάτων,
βυθισμένων πραγμάτων.

Λευκό χαρτί.
Όχι τελείως.
Σκιές,
τσαλαματιές,
μπαλώματα,
μισόκλεισε λίγο
τα βλέφαρα
και φαίνεται γκρι.
Κάτι
λευκό και γκρι,
λευκό γκρι.

Κάποτε το κούραζα
με χρώματα, μολύβια,
ηλιόλουστη ζωγραφιά.
Ξεθώριασε τώρα,
οι γόμες του χρόνου
έκαναν καλή δουλειά.
Ξέβαψαν το κενό,
λευκόγκριζο τώρα
το φόρεμα του.
Και εγώ δυστυχώς
ξέχασα,
έχασα.
Θυμάσαι
με ποιά χρώματα
πάνω του
πάλευα;
Θυμάσαι;
Χρώματα πάλευα.
Θυμάσαι;
Πάλευα.


Χρονικά μηδέν (Wattys2016)Where stories live. Discover now